του Αλέξανδρου Κασιμάτη
Σε ένα αρκετά κουρεμένο πλαίσιο προστασίας της πρώτης κατοικίας που θα διαδεχθεί τον νόμο Κατσέλη φαίνεται ότι καταλήγουν κυβέρνηση και θεσμοί.
Η κυβέρνηση έχει δηλώσει ότι θα καταθέσει στη Βουλή το νομοσχέδιο και παρουσιάζεται αποφασισμένη να επιμείνει στη βάση της συμφωνίας που είχε με τις τράπεζες. Ωστόσο, σοβαροί κυβερνητικοί και θεσμικοί παράγοντες που έχουν γνώση των διαπραγματεύσεων θεωρούν ότι είναι εξαιρετικά περιορισμένες οι πιθανότητες το Μέγαρο Μαξίμου να αγνοήσει τους θεσμούς και να νομοθετήσει μονομερώς. Εκτιμούν λοιπόν ότι η κυβέρνηση δύσκολα θα δυναμιτίσει τη σχέση της με τους δανειστές, καθώς κάτι τέτοιο θα έθετε σε κίνδυνο όχι μόνο την επιστροφή περίπου 1 δισ. από τα κέρδη ομολόγων των κεντρικών τραπεζών, αλλά και τα σχέδια πρόωρης αποπληρωμής των δανείων του ΔΝΤ, όπως και την αξιολόγηση της οικονομίας από τους διεθνείς οίκους.
Σύμφωνα με πηγές από την πλευρά των δανειστών, έχει σημειωθεί αξιόλογη πρόοδος σε τεχνικό επίπεδο και παραμένουν ανοικτά μόνο συγκεκριμένα θέματα, τα οποία εκτιμάται ότι θα κλείσουν σε πολιτικό επίπεδο. Οι επαφές κυβέρνησης – δανειστών για το νέο πλαίσιο ξεκίνησαν την περασμένη Παρασκευή και θα συνεχιστούν μέχρι το ΕuroWorking Group της 25ης Μαρτίου προκειμένου να γεφυρωθούν οι όποιες διαφορές. Η ψήφιση του νομοσχεδίου αναμένεται να γίνει την επόμενη εβδομάδα, οπότε και ανάλογα με τις εξελίξεις στο ΕuroWorking Group θα γίνουν οι κατάλληλες προσαρμογές στο τελικό κείμενο του νομοσχεδίου.
Σε κάθε περίπτωση, ο όγκος των δανειοληπτών που θα μπορούν να ενταχθούν στο πλαίσιο προστασίας μειώνεται σημαντικά σε σχέση με το αρχικό σχέδιο που έθετε κάτω από την ομπρέλα του δάνεια 11 δισ. ευρώ. Οι τράπεζες, πάντως, δεν είναι σε θέση να εκτιμήσουν με ακρίβεια πόση θα είναι αυτή η μείωση πριν από την τελική διαμόρφωση του νέου πλαισίου. Ταυτόχρονα, υπάρχουν παρεμβάσεις των θεσμών σε ζητήματα που παρακολουθούν με ιδιαίτερο ενδιαφέρον οι τράπεζες, όπως η επιδότηση έως και 33% της δόσης του δανείου, καθώς ποντάρουν ότι θα εξυγιανθούν προβληματικά δάνεια.
Οι θεσμοί θεωρούν ότι το καθεστώς της επιδότησης είναι συγκεχυμένο και ασαφές και θέτουν ζήτημα τόσο χρονικής διάρκειας όπου θα χορηγείται η επιδότηση όσο και παρακολούθησης της οικονομικής κατάστασης του δανειολήπτη. Ανοικτό είναι και το ζήτημα της διάρκειας ζωής που θα έχει το νέο πλαίσιο. Ενα σύνθετο ζήτημα που επίσης απασχολεί τους θεσμούς είναι η ύπαρξη δύο ταχυτήτων μεταχείρισης για τους ευάλωτους δανειολήπτες, καθώς ο νόμος Κατσέλη δεν καταργείται στο σύνολό του παρά μόνο συγκεκριμένες διατάξεις του. Κομβικό ζήτημα για την κυβέρνηση, που συγκεντρώνει πολλές αντιδράσεις από τους δανειστές, είναι η επέκταση της προστασίας και στα επιχειρηματικά δάνεια με υποθήκη πρώτης κατοικίας.
Τα όρια που βάζουν για τα επιχειρηματικά δάνεια είναι αισθητά χαμηλότερα από αυτά που προέβλεπε το αρχικό κυβερνητικό σχέδιο. Οι συζητήσεις επικεντρώνονται στην αξία της κατοικίας, με τα υπό συζήτηση σενάρια να είναι μεταξύ 130.000 και 150.000 ευρώ έναντι 250.000 του αρχικού σχεδίου, ενώ οι θεσμοί πιέζουν ακόμα και για μικρότερο υπόλοιπο δανείου από τις 130.000 ευρώ.
Εκτός από τα επιχειρηματικά δάνεια, ένα άλλο ζήτημα όπου θα υπάρξουν μεγάλες αποκλίσεις σε σχέση με το αρχικό σχέδιο είναι τα περιουσιακά κριτήρια των δανειοληπτών. Οι θεσμοί θεώρησαν μαξιμαλιστικές τις κυβερνητικές προτάσεις και ιδιαίτερα αυτή για καταθέσεις έως 65.000 ευρώ και κατεβάζουν τον πήχη στις 20.000 ευρώ. Ανάλογη πίεση υπάρχει και για την αξία της υπόλοιπης ακίνητης περιουσίας των δανειοληπτών.
Οσον αφορά το υπόλοιπο των δανείων, η κυβερνητική πρόταση ήταν για 130.000 ευρώ και το όριο για την αντικειμενική αξία της πρώτης κατοικίας 180.000 ευρώ για τον άγαμο και έως 250.000 ευρώ για τις οικογένειες. Οι δανειστές κατεβάζουν το όριο για το υπόλοιπο δανείων στις 100.000 ευρώ και για την αντικειμενική αξία της πρώτης κατοικίας από 160.000 ευρώ έως 230.000 ευρώ.
Οι επαφές των δύο πλευρών είναι συνεχείς προκειμένου να γεφυρωθούν οι διαφορές και να ανοίξει ο δρόμος για την εκταμίευση του 1 δισ. ευρώ. Αν προκύψει συμφωνία για τα επιχειρηματικά δάνεια με υποθήκη πρώτη κατοικία -που υπολογίζεται ότι αφορούν 50.000 δανειολήπτες με υπόλοιπα 2 δισ.-, τότε με αμοιβαίες υποχωρήσεις θα βρεθεί η χρυσή τομή για τα περιουσιακά κριτήρια αλλά και τα γενικότερα όρια του νέου πλαισίου. H κυβέρνηση επιμένει ιδιαίτερα για το γενικό όριο αντικειμενικής αξίας της πρώτης κατοικίας στα 250.000 ευρώ γιατί θα της επιτρέψει πολιτικά να προβάλλει ότι προώθησε ένα νομοθέτημα που διαδέχεται τον νόμο Κατσέλη και προστατεύει τους πιο ευάλωτους δανειολήπτες.
Ωστόσο, πρόκειται για ένα πλαίσιο που θα λειτουργεί πολύ διαφορετικά από τον νόμο Κατσέλη. Οι δανειολήπτες δεν θα έχουν την «ασυλία» του νόμου ούτε τη χρονική άνεση μέχρι την εκδίκαση.
Μέσω μάλιστα της ηλεκτρονικής πλατφόρμας που θα είναι έτοιμη ως τον Ιούνιο θα προσδιορίζεται αμέσως αν κάποιος δικαιούται ή όχι την προστασία του νέου πλαισίου. Αν λοιπόν ο δανειολήπτης πληροί τα κριτήρια, τότε η τράπεζα θα έρχεται να προτείνει ρύθμιση του δανείου σε διάστημα που δεν θα υπερβαίνει τους έξι μήνες.
Σύγκρουση με τους δανειστές ή τζάμπα μαγκιές;
Του Μάριου Ροζάκου
Μια μονομερής κίνηση από την πλευρά του Μαξίμου αυξάνει τον κίνδυνο να παγώσει η επιστροφή των 970 εκατ. ευρώ από τα κέρδη των ελληνικών ομολόγων στο Eurogroup της 5ης Απριλίου και να σταλεί ένα πολύ αρνητικό μήνυμα στις αγορές,, σε μια φάση όπου το κλίμα για τη χώρα είχε αρχίσει να βελτιώνεται επειδή, σύμφωνα με τους αναλυτές, οι επενδυτές ποντάρουν στην επικράτηση της Νέας Δημοκρατίας στις εθνικές εκλογές, ενώ η κυβέρνηση επιδίωκε να λάβει τα κέρδη των ομολόγων για να προχωρήσει σε νέες εκδόσεις και στην πρόωρη αποπληρωμή του ΔΝΤ. Επιπλέον, όσο παρατείνεται η εκκρεμότητα με το διάδοχο σχήμα του νόμου Κατσέλη τόσο δυσχεραίνεται η προσπάθεια των τραπεζών να μειώσουν δραστικά το στοκ των «κόκκινων» δανείων και να καταφέρουν να αιμοδοτήσουν την πραγματική οικονομία.
Η καθυστέρηση στη διαμόρφωση της νέας ομπρέλας προστασίας της πρώτης κατοικίας έχει συμπαρασύρει τη ρύθμιση των οφειλών προς την Εφορία και τα ασφαλιστικά ταμεία σε 120 δόσεις. Η κυβέρνηση εμφανίζεται αποφασισμένη να προχωρήσει στη ρύθμιση αυτή ακόμα και χωρίς την έγκριση των Ευρωπαίων, αλλά ο χρόνος κατάθεσης των σχετικών διατάξεων στη Βουλή θα εξαρτηθεί από την έκβαση του μπρα ντε φερ για τον νέο νόμο Κατσέλη.
Ανησυχία στην Ευρωζώνη
Η έντονη ανησυχία των υπόλοιπων χωρών της Ευρωζώνης για την πιθανότητα να μην ξεπεραστούν άμεσα τα «αγκάθια» στο καινούριο σχήμα προστασίας της πρώτης κατοικίας αναμένεται να εκφραστεί μεθαύριο στον αναπληρωτή υπουργό Οικονομικών Γιώργο Χουλιαράκη, ο οποίος δεν θα μπορέσει υπ’ αυτές τις συνθήκες να κάνει… παρέλαση στο EuroWorking Group. Θα ακολουθήσει ένα καυτό δεκαήμερο μέχρι το Eurogroup της 5ης Απριλίου, όπου είτε θα επιτευχθεί συμβιβασμός μέσα από αμοιβαίες υποχωρήσεις, είτε το Μέγαρο Μαξίμου θα… σαλπίσει τη ρήξη, προσβλέποντας σε πολιτικά οφέλη εν όψει των εκλογών και αδιαφορώντας για τις επιπτώσεις στην οικονομία.
Στο σενάριο αυτό, όμως, οι Ευρωπαίοι θα μπορούσαν να τραβήξουν το χαλί κάτω από τα πόδια της κυβέρνησης, φρενάροντας την εφαρμογή του νέου πλαισίου με μια απόφαση της Διεύθυνσης Ανταγωνισμού της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (DG Comp), η οποία θεωρεί ότι η κρατική επιδότηση της δόσης του στεγαστικού δανείου αποτελεί κρατική βοήθεια προς τις τράπεζες.
Οπως ανέφεραν στο ευρωπαϊκές πηγές, οι θεσμοί διαφωνούν πρωτίστως με την ένταξη των επαγγελματικών δανείων, με ενέχυρο την πρώτη κατοικία, στο νέο πλαίσιο και ζητούν πρόσθετες δικλίδες ασφαλείας ώστε οι στρατηγικοί κακοπληρωτές να μην εξακολουθήσουν να βρίσκουν παράθυρο για περαιτέρω καθυστερήσεις των υποθέσεών τους προσφεύγοντας στα δικαστήρια. «Αυτά τα δύο θέματα είναι σημαντικότερα από τα κριτήρια ένταξης των δανειοληπτών στον νέο νόμο», επισήμαναν οι ίδιες πηγές. Ακόμα ένα «αγκάθι» είναι το δημοσιονομικό κόστος του νέου νόμου (συνολικά 800 εκατ. ευρώ έως το 2022) λόγω της επιδότησης των δανειακών δόσεων από το Δημόσιο.
Εάν δεν επιτευχθεί συμφωνία μεταξύ κυβέρνησης-Ευρωπαίων έως τις 5 Απριλίου, τότε τα κέρδη των ελληνικών ομολόγων αναμένεται να παραμείνουν στα ταμεία του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ESM) τουλάχιστον έως τον Ιούνιο. «Το Eurogroup θα συνεδριάσει ξανά στις 16 Μαΐου, πολύ κοντά στις ευρωεκλογές, οπότε δεν βλέπω περιθώριο επανεξέτασης του θέματος», σχολίασε Ευρωπαίος αξιωματούχος.