search icon

Οικονομία

Ελάφρυνση ή διαιώνιση του χρέους;

Προτού ακόμη ξεκινήσουν οι συζητήσεις για τη νέα ελάφρυνση του χρέους με επιμήκυνση και μείωση επιτοκίων, το σχέδιο αμφισβητείται ήδη από διάφορες πλευρές. Αναλύσεις από ευρωπαϊκές τράπεζες, αλλά και από think tanks όπως το Bruegel, διαπιστώνουν ότι χρειάζονται δραστικά μέτρα για το ελληνικό χρέος - πολύ πιο δραστικά από εκείνα που έχουν δει το φως της δημοσιότητας.

Προτού ακόμη ξεκινήσουν οι συζητήσεις για τη νέα ελάφρυνση του χρέους με επιμήκυνση και μείωση επιτοκίων, το σχέδιο αμφισβητείται ήδη από διάφορες πλευρές. Αναλύσεις από ευρωπαϊκές τράπεζες, αλλά και από think tanks όπως το Bruegel, διαπιστώνουν ότι χρειάζονται δραστικά μέτρα για το ελληνικό χρέος – πολύ πιο δραστικά από εκείνα που έχουν δει το φως της δημοσιότητας.

Το κοινό σημείο στις περισσότερες αναλύσεις είναι η διαπίστωση ότι το σενάριο της ήπιας αναδιάρθρωσης αφήνει ανέγγιχτα βασικά ζητήματα: δεν υπάρχει πρόβλεψη για αναπτυξιακή στήριξη, ούτε όμως και για τα χρέη που θα μείνουν εκτός ρύθμισης, δηλαδή τα δάνεια του ΔΝΤ και τα ελληνικά ομόλογα που παραμένουν στην κατοχή της ΕΚΤ και των Κεντρικών Τραπεζών.

Τα ελληνικά ομόλογα που κατέχει η ΕΚΤ αγοράστηκαν στη δευτερογενή αγορά το διάστημα 2010-2012 (μαζί με ιρλανδικά, πορτογαλικά, ισπανικά και ιταλικά) για να εκτονωθεί η πίεση στην αγορά ομολόγων και έτσι έμειναν εκτός  της αναδιάρθρωσης (κούρεμα – PSI) που έγινε το 2012. Με τις αγορές αυτές, οι ευρωπαϊκές τράπεζες, κυρίως γαλλικές και γερμανικές, πούλησαν στην ΕΚΤ ένα μεγάλο κομμάτι ελληνικών ομολόγων που κατείχαν και γλίτωσαν, έτσι, το «κούρεμα».

Οι παρεμβάσεις της ΕΚΤ έδωσαν χρόνο στο σύστημα να προετοιμαστεί για την αναδιάρθρωση του χρέους, για την οποία πολλοί ομολογούν, εκ των υστέρων, ότι θα έπρεπε να έχει γίνει νωρίτερα.
Με λίγα λόγια, όλοι εξυπηρετήθηκαν από την καθυστέρηση εκτός από την Ελλάδα, καθώς τελικά η αναδιάρθρωση του χρέους ήταν μισή και το πρόβλημα παρέμεινε, ενώ παρατάθηκε και το μαρτύριο που υπομένει η οικονομία.

Η ΕΚΤ διακρατά ακόμη ελληνικά ομόλογα ονομαστικής αξίας 27,7 δισ. ευρώ και αρνείται να τα μετακυλίσει στο μέλλον, με το επιχείρημα ότι κάτι τέτοιο συνιστά νομισματική χρηματοδότηση του κρατικού χρέους, η οποία απαγορεύεται από τις συνθήκες – ασχέτως εάν οι τελευταίες παραμερίστηκαν αρκετές φορές τα τελευταία χρόνια.

Εάν σε πρώτη φάση γίνει η επιμήκυνση των διακυβερνητικών δανείων και των δανείων από τον EFSF, θα πρέπει να δοθεί νέα χρηματοδότηση από την Ευρώπη για την αποπληρωμή των ομολόγων που κατέχει η ΕΚΤ και των δανείων του ΔΝΤ. Πιθανόν, μάλιστα, να μείνει ανοικτή και η πιθανότητα μεταφοράς απευθείας στον ESM των χρημάτων για την ανακεφαλαίωση των τραπεζών που βαρύνουν σήμερα το χρέος. Με λίγα λόγια, το πρόβλημα διαιωνίζεται και η χώρα θα παραμένει δεμένη με υψηλά χρέη των οποίων η δυνατότητα εξυπηρέτησης θα τίθεται διαρκώς σε αμφισβήτηση, με την ελπίδα για νέες ελαφρύνσεις στο μέλλον.

Δεν τυχαίο ότι το Bruegel στην ανάλυσή του προβλέπει ότι η Ελλάδα θα χρειάζεται βοήθεια έως το 2030.

Πέραν όλων αυτών, βασική αδυναμία όλων των σχεδίων που έρχονται σιγά-σιγά στο προσκήνιο είναι η απουσία πρόβλεψης για χρηματοδότηση της ανάπτυξης. Χωρίς χρήματα για επενδύσεις που θα αναστρέψουν την πτωτική πορεία, η ελληνική οικονομία δεν θα καταφέρει να δημιουργήσει εισόδημα και θέσεις εργασίας. Πολύ περισσότερο από τη στιγμή που έχουν αναληφθεί εξωπραγματικές δεσμεύσεις για τα χρήματα που θα πρέπει να περισσεύουν από τον κρατικό προϋπολογισμό πριν από την πληρωμή των τόκων (πρωτογενές πλεόνασμα) ώστε να αποπληρώνεται το χρέος.

Φαίνεται, λοιπόν, ότι δεν υπάρχει διάθεση για οριστική διευθέτηση του ελληνικού χρέους. Ενας από τους λόγους πιθανότατα είναι η βούληση των εταίρων να κρατήσουν τη χώρα εξαρτημένη από την πιθανότητα νέων διευθετήσεων στο μέλλον προκειμένου να έχουν τον έλεγχο των πραγμάτων.

Η συζήτηση για το ελληνικό χρέος θα πρέπει να τεθεί σε διαφορετικές βάσεις με πρωτοβουλία της ελληνικής πλευράς, χρησιμοποιώντας μάλιστα τις αναλύσεις και τις εκθέσεις που έρχονται στο φως της δημοσιότητας ως επιχειρήματα.

Exit mobile version