Σύμφωνα με την Έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής1 προβλέπεται ότι η ελληνική οικονομία το 2014 θα ξανακερδίσει την ανταγωνιστικότητα του έτους 1995, ως προς το κόστος εργασίας ,και σε σχέση με τους εταίρους στην ευρωζώνη. Η πραγματική συναλλαγματική ισοτιμία (real effective exchange rate) της ελληνικής οικονομίας, βασισμένη στο μοναδιαίο κόστος εργασίας (ULC), προβλέπεται να πέσει κατά 21,6% μεταξύ 2009 και 2014. Αντίστοιχα η πραγματική συναλλαγματική ισοτιμία (real effective exchange rate) , με βάση το Δείκτη Κατανάλωσης (HICP), προβλέπεται να μειωθεί κατά 10,6%. Στις δύο Γραφικές Παραστάσεις 2.1 και 2.2 παρουσιάζονται οι παραπάνω δύο εξελίξεις.
Οι «μεταρρυθμίσεις» του θεσμικού πλαισίου της αγοράς εργασίας (νέος κατώτατος μισθός, κατάργηση συλλογικών συμβάσεων κτλ), μείωση άλλων μη εργασιακών κόστη, μείωση των αποδοχών των εργαζομένων κατά 3,7% το 2012, 7,8% το 2013 και περαιτέρω μείωση κατά 1,5% το 2014 υποστήριξαν τη μείωση του κόστους ανά μονάδα εργασίας και αύξησαν την ανταγωνιστικότητα κόστους της ελληνικής οικονομίας. Συνολικά η πραγματική συναλλαγματική ισοτιμία με βάση το κόστος εργασίας μειώθηκε κατά 21,6% μεταξύ 2009 και 2014.2 Αντίστοιχα με βάση το ΔΤΚ μειώθηκε κατά 10,6%.
Όμως παρά την ανάκτηση της ανταγωνιστικότητας η απόδοση των εξαγωγών είναι πολύ μικρότερη από τις αντίστοιχες των άλλων χωρών που επίσης έχουν εισέλθει σε παρόμοιο πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής. Οι συγκρίσεις των αποδόσεων του εξαγωγικού τομέα των οικονομιών Ιρλανδίας, Ισπανίας, Πορτογαλίας, Λεττονίας και Ελλάδος παρουσιάζονται στις Γραφικές Παραστάσεις 2,3 και 2,4. Έχει σημασία , ανοίγοντας μια παρένθεση να υπογραμμίσουμε ότι οι εξαγωγές αγαθών (σε όγκο) στην Ελλάδα αναμένεται να βρεθούν στο ύψος του 2007 το τρέχον έτος 2014. Αντιθέτως οι εκτιμώμενες εξαγωγές υπηρεσιών (σε όγκο) για το 2014, απέχουν σημαντικά από το αντίστοιχο έτος 2008 που παρατηρείται το ανώτατο σημείο τους. Κλείνουμε την παρένθεση.
Σύμφωνα με την ΕΕ οι λόγοι αυτής της χαμηλής απόδοσης, σε σχέση με τα αναμενόμενα, παρότι εφαρμόστηκε κατά γράμμα οι εντολές της σύμφωνα με το υποκείμενο οικονομικό υπόδειγμα που τις υποβαστάζει, οφείλονται σε συγκεκριμένους ελληνικούς ειδικούς παράγοντες. Μεταξύ αυτών αναφέρει την κατάρρευση που υπέστη ο εξαγωγικός τομέας λόγω τις αρχικές αβεβαιότητες σχετικά με την αποτελεσματικότητα του προγράμματος καθώς και λόγω της εξασθένισης του τραπεζικού τομέα. Η κατάρρευση ήταν σημαντική και στις εξαγωγές των υπηρεσιών όπου κατά παράδοση η ελληνική οικονομία είχε πλεονέκτημα. Είναι φανερό ότι η προτεινόμενη εξήγηση αναφέρεται στο αυτονόητο χωρίς να προχωρά όμως, σε ένα πιο σημαντικό αυτονόητο : ότι ήταν το πρόγραμμα που υιοθετήθηκε αίτιο αυτής της εξέλιξης πιθανόν διότι δεν είχε λάβει υπόψη του τις ιδιομορφίες και τις ιδιοτυπίες της ελληνικής οικονομίας.
Η μεγέθυνση του τουρισμού το 2013 , ως αποτέλεσμα της πολιτικής κρίσης των ανταγωνιστριών χωρών Τουρκίας και Αιγύπτου, σημειώνει η έκθεση, συνέβαλε σε μια ανάκαμψη των εξαγωγών. 3
Μάλιστα σύμφωνα με τα αποτελέσματα οικονομετρικής διερεύνησης( standard gravity model) η εξαγωγική απόδοση της ελληνικής οικονομίας , με δεδομένο το μέγεθος του ΑΕΠ της χώρας και την γεωγραφική απόσταση της από τις χώρες με τις οποίες συναλλάσσεται εμπορικά,(56 στον αριθμό) είναι χαμηλότερη κατά – 32,6 % από την αναμενόμενη.
Όπως δείχνει η Γραφική παράσταση 2.5 υπάρχει ένα μόνιμο χάσμα ανταγωνιστικότητας σε ολόκληρη την εξεταζόμενη περίοδο. Στη Γραφική παράσταση 2.6 παρουσιάζεται η κλαδική παραγωγικότητα της οικονομίας της χώρας σύμφωνα με τις εκτιμήσεις που παράγονται από το προηγουμένως αναφερθέν οικονομετρικό υπόδειγμα. Οι υπηρεσίες μεταφοράς, ο τουρισμός και η γεωργία είναι οι κλάδοι που παρουσιάζουν θετικό πλεόνασμα ανταγωνιστικότητας ενώ οι υπόλοιποι κλάδοι παρουσιάζουν χάσματα στην ανταγωνιστικότητα.
Στη Γραφική Παράσταση 2.7 παρουσιάζεται η θέση της ελληνικής οικονομίας , ως προς τους λεγόμενους θεσμικούς παράγοντες , σε σύγκριση με τις χώρες ΕΕ – ΟΟΣΑ. Ενώ στην Γραφική παράσταση παρουσιάζεται η θέση της ελληνικής οικονομίας ως προς την εισροή ΑΞΕ.
Βλέπουμε ότι τα δύο επιλεχθέντα ή καλύτερα επιβληθέντα μέσα που θα αποτελέσουν την ατμομηχανή της επανεκκίνησης της ελληνικής οικονομίας δεν είναι , εν τοις πράγμασι , σε θέση να το πραγματοποιήσουν. Οι λόγοι είναι πολλοί και διαφορετικοί και απέχουν από τις κοινότοπες και ομοιόμορφες για όλες τις χώρες απαντήσεις που δίνουν μελέτες όπως και η αναφερόμενη εδώ. Η δημιουργία θεσμών δεν είναι τεχνοκρατικό θέμα το οποίο μπορεί να επιλυθεί στο γραφείο ενός τεχνοκράτη. Οι θεσμοί ενσωματώνουν τις αντικειμενικές και υποκειμενικές ιστορικές πραγματικότητες κάθε χώρας. Διαφορετικά όλες οι χώρες θα ήταν ίδιες και ο κόσμος σαν ένα καλάθι με ίδια αυγά. Η αυταπάτη που υποβαστάζει αυτή την αντίληψη ενώ μπορεί να είναι καταστροφική διότι προς κέντρα λακτίζειν , μπορεί να γίνει δημιουργική μόνο στο μέτρο που θα λάβει υπόψη της την ιστορική (αντικειμενική και υποκειμενική) πραγματικότητα.
Αντί συμπεράσματος θα επαναλάβω κάτι το οποίο το κυρίαρχο οικονομικό υπόδειγμα τείνει να λησμονεί ότι:
ο εξαγωγικός προσδιορισμός μιας χώρας δεν μπορεί να αποτελεί το μοναδικό στόχο της οικονομικής αναπτύξεως . Κάθε χώρα έχει συγκεκριμένες παραγωγικές δυνατότητες οι οποίες καθορίζουν , in senso lato, και τις εξαγωγικές δυνατότητες της. Η δυσπραγία στην εσωτερική αγορά , όπως αυτή η οποία βιώνει σήμερα η ελληνική οικονομία, δεν μπορεί να καταπολεμηθεί μόνο με τον ανταγωνισμό στις διεθνείς αγορές. Οι οικονομολόγοι συνηθίζουν να επικροτούν το διαμορφωμένο διεθνές σύστημα , επειδή παρέχει τους καρπούς του διεθνούς καταμερισμού της εργασίας και ταυτόχρονα εναρμονίζει τα συμφέροντα διαφορετικών κρατών, αποσιωπώντας μια λιγότερο ευεργετική επιρροή. Αν όμως ,τα κράτη μπορούν να μαθαίνουν να εξασφαλίζουν για τον εαυτό τους , με την εσωτερική τους πολιτική , δεν χρειάζονται σημαντικές οικονομικές δυνάμεις για να στρέψουν το συμφέρον μιας χώρας ενάντια στο συμφέρον των γειτόνων της. Θα υπήρχε ακόμη χώρος για το διεθνή καταμερισμό της εργασίας και για το διεθνή δανεισμό σε κατάλληλες συνθήκες. Δεν θα υπήρχε πλέον πιεστικό κίνητρο ώστε μια χώρα να χρειάζεται να επιβάλει τα εμπορεύματά της σε μια άλλη ή να αποκρούσει τις προσφορές των γειτόνων , όχι επειδή κάτι τέτοιο ήταν αναγκαίο για να καταστεί ικανή να πληρώσει ό,τι επιθυμεί να αγοράσει, αλλά με ρητό σκοπό να ανατρέψει την ισορροπία των πληρωμών, έτσι ώστε να αναπτύξει ένα ευνοϊκό γι’ αυτήν εμπορικό ισοζύγιο. «Το διεθνές εμπόριο θα έπαυε να είναι αυτό που είναι, δηλαδή, μέσο απελπισίας για τη διατήρηση της εγχώριας απασχόλησης, με την επιβολή πωλήσεων σε αλλοδαπές αγορές και τον περιορισμό των αγορών, πράγμα που, αν στεφόταν από επιτυχία, απλώς θα μετατόπιζε το πρόβλημα της ανεργίας στο γείτονα, που θα είχε ηττηθεί, και θα μετατρεπόταν σε εκούσια και ανεμπόδιστη ανταλλαγή αγαθών και υπηρεσιών σε συνθήκες αμοιβαίου οφέλους» όπως χαρακτηριστικά σημειώνει ο Keynes.
Όπως έχω προσπαθήσει να δείξω και στο πρόσφατο άρθρο μου (αλλά και σε πολλά άλλα) , «Βρίσκεται η ελληνική οικονομία σε διαδικασία μετάβασης σε ένα νέο πρότυπο ανάπτυξης;» http://www.kostasmelas.gr/2014/03/blog-post.html, τα ιστορικά χαρακτηριστικά αλλά και η παραγωγική δομή της ελληνικής οικονομίας δεν επιτρέπουν εύκολα και γρήγορα την μεγέθυνση των εξαγωγών σε τέτοιο βαθμό που να εξασφαλίσει σταθερή και σημαντική αύξηση του ΑΕΠ, αλλαγή του παραγωγικού υποδείγματος αλλά και παράλληλα απορρόφηση της υψηλότατης υπάρχουσας ανεργίας.
Δεν είναι τυχαίο ότι από γεννήσεως του ελληνικού κράτους, το ελληνικό εξωτερικό ισοζύγιο ήταν πάντοτε αρνητικό. Η υποτίμηση των βασικών – πάγιων χαρακτηριστικών της ελληνικής οικονομίας δημιουργεί ψευδαισθήσεις ως προς τις πραγματικές δυνατότητες της με αποτέλεσμα η ακολουθούμενη οικονομική πολιτική να βαδίζει σε λάθος ράγες. Τα παραπάνω δεν σημαίνουν ότι δεν θα πρέπει να επιδιώκουμε την αύξηση των εξαγωγών. Απλά σημαίνει ότι η ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας δεν μπορεί να στηριχθεί μόνο σε αυτές.