Στις εξελίξεις που σημειώθηκαν στην ποντοπόρο ναυτιλία τον περασμένο χρόνο, καθώς και στα πεπραγμένα του αντιπροσωπευτικού συλλογικού οργάνου του ελληνικού εφοπλισμού, αναφέρθηκε ο Πρόεδρος της Ενώσεως Ελλήνων Εφοπλιστών Θεόδωρος Βενιάμης, στην Ετήσια Τακτική Γενική Συνέλευση των μελών η οποία πραγματοποιήθηκε χθες , στο Ίδρυμα Ευγενίδου.
Άρχισε την τοποθέτησή του με την ανησυχία που υπάρχει για το μέλλον του παγκόσμιο εμπορίου και κατά συνέπεια για το μέλλον της παγκόσμιας ναυτιλιακής βιομηχανίας.
«Την χρονιά που πέρασε οι επιδόσεις της παγκόσμιας οικονομίας παρέμειναν σε χαμηλά επίπεδα με τον όγκο των διακινούμενων φορτίων παγκοσμίως να παρουσιάζει αύξηση μόλις 0,3%. Η καταγραφή αυτή της ισχνής εμπορικής επίδοσης οφείλεται, κυρίως, στα μέτρα προστατευτισμού, και ειδικότερα στην επιβολή δασμών από μεγάλες οικονομίες, όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής και τα αντίμετρα που έλαβαν άλλες χώρες συμπεριλαμβανομένης της Κίνας, αλλά και στη σημαντικά περιορισμένη παγκόσμια οικονομική ανάπτυξη. Οι προβλέψεις για την παγκόσμια οικονομία τείνουν να είναι επισφαλείς λόγω της αβεβαιότητας που συνεχίζει να υφίσταται αναφορικά με τις προοπτικές για πολλές χώρες, αλλά και τη διαφαινόμενη επιβράδυνση στην οικονομία της Κίνας και των ΗΠΑ» και συνέχισε:
«Οι επιπτώσεις επίσης στην ανάπτυξη του παγκόσμιου θαλάσσιου εμπορίου συνδέονται άμεσα με τη μετάβαση της οικονομίας της Κίνας, τις γεωπολιτικές αναταραχές στο Ιράν και στον κόλπο του Ορμούζ, καθώς και από άλλα εξίσου σημαντικά ζητήματα, όπως η χρήση των νέων αποθειωμένων ναυτιλιακών καυσίμων και τα μέτρα για την απεξάρτηση της ναυτιλίας από τον άνθρακα. Ωστόσο, σημαντικές πρωτοβουλίες, όπως αυτή της Κίνας για το Δρόμο του Μεταξιού, καθώς και νέες διμερείς και περιφερειακές εμπορικές συμφωνίες, αποτελούν αναμφίβολα θετικές εξελίξεις, οι οποίες θα μπορούσαν να αντισταθμίσουν τις υφιστάμενες πιέσεις που αντιμετωπίζει το διεθνές θαλάσσιο εμπόριο».
Μέσα λοιπόν σε αυτό το αβέβαιο οικονομικό περιβάλλον, η ναυτιλία καλείται να υπερκεράσει τα εμπόδια και να ανταπεξέλθει στις ποικίλες προκλήσεις, έχοντας να αντιμετωπίσει ως επιπλέον επιβαρυντικό οικονομικό παράγοντα, και όχι μόνο, τις μεγάλες αυξήσεις στο κόστος των νέων καυσίμων που υποχρεούται να χρησιμοποιεί από 1/1/2020, καθώς επίσης και τους νέους κανόνες λειτουργίας του χρηματοπιστωτικού συστήματος και τις επιδράσεις αυτών στη χρηματοδότηση της ναυτιλιακής επιχείρησης.
«Το 2020 ξεκίνησε με τη ναυλαγορά να δημιουργεί εκπλήξεις, δυσάρεστες για κάποιους και ευχάριστες για άλλους, με τους ναύλους στο ξηρό φορτίο να φθάνουν στο χαμηλότερο σημείο της τελευταίας τριετίας, ενώ αντίθετα στον κλάδο των δεξαμενοπλοίων να παρουσιάζουν εκρηκτική, πέρα από κάθε προσδοκία, άνοδο» τόνισε ο Θεόδωρος Βενιάμης ο οποίος στη συνέχεια αναφέρθηκε στην ελληνόκτητη ναυτιλία:
1. Σε κάθε περίπτωση πάντως, η ελληνόκτητη ναυτιλία, καλωσορίζει τη νέα δεκαετία διατηρώντας αλώβητα τα αριθμητικά και ποιοτικά στοιχεία της υπεροχής της, με περίπου 5.000 πλοία με μέσο όρο ηλικίας 9,17 έτη, χαμηλότερο από το μέσο όρο του παγκόσμιου στόλου, εκπροσωπώντας ποσοστό άνω του 20% dwt της παγκόσμιας χωρητικότητας και άνω του 54% της ευρωπαϊκής και με τις παραγγελίες νέων πλοίων να αγγίζουν το 10% της παγκόσμιας χωρητικότητας παραγγελιών.
2. Όσον αφορά την παρουσία της στην Ελλάδα, πρόσφατα στοιχεία που ανακοινώθηκαν πριν λίγες ημέρες από ανεξάρτητο μελετητικό οίκο επιβεβαιώνουν την πολυδιάστατη συνεισφορά της ναυτιλίας στην ελληνική οικονομία.
3. Η ελληνική ναυτιλία, παρά την αβεβαιότητα και πίεση τόσων χρόνων, συνθήκες υπό τις οποίες υποχρεώθηκε να λειτουργεί και να επιχειρεί παρέμεινε στενά συνδεδεμένη με τον τόπο της συνδράμοντας στη ζητούμενη οικονομική σταθερότητα καθώς και στην αναπτυξιακή πορεία της πατρίδας μας.
4. Το Φεβρουάριο του 2019 η ελληνική ναυτιλιακή κοινότητα, με συντριπτική συμμετοχή σε αριθμό πλοίων και σε ποσοστά χωρητικότητας υπέγραψε, μετά τη λήξη του πρώτου, 5ετούς διάρκειας, Συνυποσχετικού, οικειοθελούς παροχής διπλού φόρου χωρητικότητας, Νέο Συνυποσχετικό αορίστου διάρκειας με την Πολιτεία και με αντικείμενο τη φορολογική μεταχείριση των ναυτιλιακών μερισμάτων, το οποίο κυρώθηκε στη συνέχεια από την Ελληνική Βουλή με ευρεία κοινοβουλευτική πλειοψηφία.
5. Όμως, το σπουδαιότερο γεγονός για τον κλάδο μας είναι ότι η ναυτιλία μας έχει κερδίσει σε επίπεδο Πολιτείας και κοινωνίας την αναμφισβήτητη αναγνώρισή της ως εθνικό κεφάλαιο, υπερκομματικού και άρα ενωτικού χαρακτήρα, με καθοριστική στρατηγική και οικονομική σημασία, διάκριση και ρόλος που αποδεικνύουν και την πολιτική ωριμότητα που έχει επικρατήσει στον τόπο μας».
Ο Θ. Βενιάμης τόνισε ότι «εκ μέρους της Πολιτείας επείγει η λήψη μέτρων για την αναχαίτιση της διαρροής πλοίων από το ελληνικό νηολόγιο πριν η κατάσταση καταστεί μη αναστρέψιμη. Είναι θετικό ότι υπάρχει δεδηλωμένη ως προτεραιότητα της Ελληνικής Πολιτείας να καταστεί το ελληνικό νηολόγιο πάλι ανταγωνιστικό».
Όσον αφορά τώρα το ανθρώπινο δυναμικό της ναυτιλίας μας, το οποίο αποτελεί καθοριστικό παράγοντα της ποιοτικής υπεροχής αλλά και φορέα της ναυτικής τεχνογνωσίας, δεν σημειώθηκαν ουσιαστικές εξελίξεις.
Για τη ναυτική εκπαίδευση επεσήμανε:
«Η ναυτική εκπαίδευση απαιτεί άμεση αναδιοργάνωση προκειμένου να μπορέσει να ανταποκριθεί στις ανάγκες της εποχής μας για την παραγωγή άρτια εκπαιδευμένων αξιωματικών. Εντός του 2019 υιοθετήθηκε μία καινοτομία, πρόταση που έθεσε και υποστήριξε η ΕΕΕ, στο νέο Κανονισμό Σπουδών των ΑΕΝ, σχετικά με τον χρόνο εκτέλεσης των δύο εκπαιδευτικών ταξιδιών των σπουδαστών, ώστε η πρακτική εξάσκηση να είναι πιο ουσιαστική για την επαγγελματική τους κατάρτιση καθώς και παραγωγική για τη διασύνδεσή τους με την αγορά εργασίας.
Ήδη διανύουμε το πρώτο εκπαιδευτικό έτος όπου ισχύει ο νέος Κανονισμός και πριν λίγες ημέρες δόθηκε λύση από τον Υπουργό Ναυτιλίας για την ομαλή μετάβαση από το παλαιό στο νέο σύστημα, με την αντιμετώπιση των πρακτικών προβλημάτων που εγείρονται στη μεταβατική αυτή περίοδο παράλληλης εφαρμογής των δύο προγραμμάτων σπουδών.
Τέλος, η θετική εξέλιξη της λειτουργίας του ΚΕΣΕΝ Θεσσαλονίκης, μια αναγγελία που παρέμενε ανενεργή για μεγάλο χρονικό διάστημα και εντέλει το καλοκαίρι του 2019 υλοποιήθηκε με παρέμβαση του τωρινού Υπουργού Ναυτιλίας και μετά τις συνεχείς πιέσεις της Ενώσεώς μας, που είχε χρηματοδοτήσει και την ανακατασκευή των υποδομών στην ΑΕΝ Μηχανιώνας, όπου στεγάζεται το νέο ΚΕΣΕΝ» και προσέθεσε:
«Σε κάθε περίπτωση, η Ελλάδα θα μπορούσε, και το οφείλει στη ναυτική της παράδοση, να αποτελέσει κοιτίδα παραγωγής αξιωματικών υψηλής επαγγελματικής κατάρτισης, που θα καλύψουν τις ανάγκες όχι μόνο της ελληνόκτητης ναυτιλίας αλλά και ευρύτερα. Για να επιτευχθεί αυτό όμως πρέπει να διευρυνθούν οι πηγές παραγωγής αξιωματικών μέσω της αύξησης της δυναμικότητας των ναυτικών ακαδημιών αλλά και της παράλληλης λειτουργίας ιδιωτικών σχολών. Τέλος, η αξιοποίηση και η δυνατότητα σταδιοδρομίας, υπό προϋποθέσεις, των αποφοίτων των Επαγγελματικών Λυκείων Ναυτικής Κατεύθυνσης πρέπει να περιληφθεί ως πυλώνας στη νέα στρατηγική που απαιτείται για την αναδιάρθρωση του συστήματος ναυτικής εκπαίδευσης.
Ο στόχος είναι ένας και κοινός για τη ναυτιλιακή κοινότητα και την Πολιτεία: η ναυτοσύνη να αναβιώσει στον τόπο μας και να αποτελέσει επαγγελματική διέξοδο για τους νέους που αντιμετωπίζουν την ανεργία και αναζητούν ευκαιρίες εργασίας και επαγγελματικής αποκατάστασης».