μoυ Μηνά Τσαμόπουλου
Οι αγγλοσάξονες έχουν ένα ρητό σύμφωνα με το οποίο «όταν εύχεσαι για κάτι σκέψου ότι…μπορεί να σου συμβεί». Αυτό ακριβώς συμβαίνει με το «χρυσόμαλλο δέρας» του θαλάσσιου τουρισμού. Την κρουαζιέρα. Αποτελεί πηγή τεράστιων εσόδων που ανέρχονται μόνο για την Ευρώπη στα 40 δισεκατομμύρια ευρώ έχει μπει στο στόχαστρο των τοπικών κοινωνιών διεθνώς. Όμως σε ορισμένους δημοφιλείς προορισμούς δημιουργεί συμφόρηση που προκαλεί την αντίδραση των τοπικών κοινωνιών. Στην κορυφή της λίστας βρίσκονται το Ντουμπρόβνικ, η Βαρκελώνη, η Βενετία και η Σαντορίνη. Η Διεθνή Ένωση Κρουαζιέρας (CLIA) έχει συγκροτήσει ομάδα επίλυσης των προβλημάτων που προκύπτουν ενώ έχουν αρχίσει να μειώνουν τους κατάπλους κρουαζιεροπλοίων σε κορεσμένα λιμάνια.
Tο καλοκαίρι του 2017 είχαν εξελιχθεί πρωτόγνωρες σκηνές στην Ισπανία, όπου οι κάτοικοι οργάνωσαν διαμαρτυρίες ακόμα και επιθέσεις σε τουρίστες λόγω του «συνωστισμού» που δημιουργήθηκε στη Βαρκελώνη. Νέες έννοιες και φράσεις πλέον συζητούνται στα διεθνή fora όπως Τουρισμο-φοβία και υπερ-τουρισμός.
Πλέον το ερώτημα που τίθεται στα διεθνή fora είναι το εξής: Η έκρηξη του τουριστικού ρεύματος είναι υπαρκτό πρόβλημα και μία εν δυνάμει απειλή που υποβόσκει και η οποία μπορεί να προκαλέσει δραματικές αλλαγές και να επιδράσει αρνητικά στην εικόνα αλλά και στην πολιτιστική ιδιαιτερότητα δημοφιλών τουριστικών προορισμών, ιδιαίτερα στην Ευρώπη;
Το δεδομένο είναι ένα, όπως επισημαίνουν οι επαΐοντες του κλάδου: «Ο τουρισμός τρέχει με ιλιγγιώδεις ρυθμούς ανάπτυξης. Το 2018 ξεπέρασε το ένα δισ. παγκοσμίως.
Λόγω αυτής της δυναμικής ανάπτυξης του τουρισμού υπάρχουν κλάδοι όπως η κρουαζιέρα που εσφαλμένα κατηγορείται ότι δημιουργεί κορεσμό, συμφόρηση και υπερτουρισμό ειδικά σε νησιά ή ακόμα και σε γνωστά ευρωπαϊκά λιμάνια. Αυτό όμως είναι τελείως αναληθές και το αποδεικνύουν τα αριθμητικά δεδομένα».
Σύμφωνα με την ανάλυση των επίσημων στοιχείων της Διεθνούς Ένωσης Κρουαζιέρας (CLIA) αν υπολογίσει κανείς ότι 1,3 δισ. άνθρωποι κάνουν διακοπές ετησίως από αυτούς μόνο 27,2 εκατομμύρια επέλεξαν την κρουαζιέρα. Και από τα 607,6 εκ τουριστών στην Ευρώπη μόλις 6,12 εκατομμύρια επιβιβάστηκαν σε μια κρουαζιέρα, λίγο πάνω από το 1 τοις εκατό όλων των τουριστών.
Πάντα με βάση τα στοιχεία, οι εκτιμήσεις δείχνουν ότι το 2030 θα έχει επέλθει τεράστια αύξηση στην τουριστική ροή και το 1,3 δισ. θα διαμορφωθεί στο 1,8 δισ. και από τα 27,2 εκατομμύρια που επιλέγουν την κρουαζιέρα το 2030 θα φτάσουν τα 50 εκατομμύρια.
Ο λόγος για τον οποίο δημιουργείται αυτή η εσφαλμένη εντύπωση για την κρουαζιέρα είναι απλός σύμφωνα με υψηλόβαθμα στελέχη του κλάδου:
«Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι τα κρουαζιερόπλοια είναι ορατά στα λιμάνια και στα νησιά – προορισμούς για αυτό και είναι ο εύκολος στόχος.
Για παράδειγμα στη Βενετία, ή τη Βαρκελώνη η κρουαζιέρα είναι λιγότερο από το 5% του συνόλου του τουρισμού. Το ίδιο και στην Ελλάδα. Από τα 30 εκατομμύρια τουρίστες που επισκέπτονται λιγότερο από 5 εκατομμύρια είναι επιβάτες κρουαζιέρας» και προσθέτουν:
«Εάν είμαστε 25% του δυνητικού τουρισμού με τον αριθμό των επιβατών κρουαζιέρας, μόνο το 51% κατά μέσο όρο κατεβαίνει από τα κρουαζιερόπλοια και επισκέπτεται τους προορισμούς.
Επιπλέον όλα τα μέλη της CLIA τηρούν πολύ προσεκτική στάση καθώς για τις εταιρείες κρουαζιέρας ο προορισμός είναι καθοριστικός και πρέπει να προστατευθεί. Είναι σημαντικό για τους επιβάτες να έχουν μια καλή εμπειρία στην ξηρά και να μην ταλαιπωρηθεί οπότε οι εταιρείες συνεργάζονται με όλες τις τοπικές αρχές και επιζητούν να υπάρχει σωστό ρυθμιστικό πλαίσιο λειτουργίας και η εφαρμογή του ‘berth allocation’ ώστε να αποφεύγεται ο συνωστισμός και η ασφυκτική παρουσία τουριστών σε μία περιοχή.
« Και αυτό είναι σχετικά εύκολο να επιτευχθεί καθώς οι εταιρείες κρουαζιέρας γνωρίζουν πόσοι επιβάτες έρχονται μήνες πριν, πότε ακριβώς φθάνουν, πότε φεύγουν και πόσο καιρό θα μείνουν» τονίζουν στελέχη της CLIA:
«Επιπλέον όλες οι εκδρομές είναι καλά προγραμματισμένες, ενώ η μέση παραμονή των επιβατών κρουαζιερόπλοιων σε εκδρομή είναι μόνο έξι ώρες, γι’ αυτό και ότι όλα είναι προκαθορισμένα και οργανωμένα στη λεπτομέρεια για να αξιοποιηθεί με το καλύτερο δυνατό τρόπο ο διαθέσιμος χρόνος επίσκεψης. Οι επισκέπτες δε της κρουαζιέρας δεν επιβαρύνουν με τα δικά τους οχήματα γιατί μετακινούνται ομαδικά συμβάλλοντας στην τοπική οικονομία και επιστρέφουν χωρίς να δημιουργείται χάος» και συμπληρώνουν:
«Στους περισσότερους λιμενικούς προορισμούς στην Ευρώπη, οι τουρίστες δεν φτάνουν με κρουαζιερόπλοιο αλλά με αεροπλάνο ή τρένο ή αυτοκίνητο. Ας πάρουμε το παράδειγμα της Βενετίας: αν αφαιρέσει κανείς όλα τα κρουαζιερόπλοια θα αφαιρέσει μόνο τους τουρίστες για λιγότερο από 20 ημέρες το χρόνο μόνο, καθώς οι τουρίστες κρουαζιέρας αποτελούν μόνο το 5% των 25 εκατομμυρίων τουριστών που η Βενετία φιλοξενεί κάθε χρόνο».
Υπάρχει ολοκληρωμένη μελέτη που ανέθεσε το Παγκόσμιο Συμβούλιο Κρουαζιέρας στην McKinzey, όπου όλοι συμφωνούν στην κοινή ανάγκη να διαμορφωθούν καλύτερες πρακτικές διαχείρισης του αυξανόμενου τουριστικού ρεύματος και αυστηρού σχεδιασμού για την εξασφάλιση βιώσιμης ανάπτυξης του τουρισμού. Αυτή είναι η ευθύνη κυρίως των τοπικών αρχών και εντάσσεται στο γενικό σχεδιασμό στρατηγικής της κυβέρνησης.
«Επομένως ο υπερτουρισμός δεν είναι μάστιγα ή απειλή είναι μία σημαντική ευκαιρία και ένας μοχλός δυναμικής ανάπτυξης που θα πρέπει να τη λάβουν υπόψη ιδιαίτερα χώρες που στηρίζονται σημαντικά στον τουρισμό όπως η Ελλάδα και να γίνει μακρόπνοος σχεδιασμός και να εκσυγχρονιστούν τόσο οι υποδομές -λιμάνια, αεροδρόμια- όσο και το ρυθμιστικό πλαίσιο που το διέπει» επισημαίνουν κύκλοι της κρουαζιέρας στην Ελλάδα.