Ο ευρωβουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, Πέτρος Κόκκαλης κατέθεσε ερώτηση στην Κομισιόν για την απόρριψη αποβλήτων βυθοκόρησης με υψηλή περιεκτικότητα σε βαρέα μέταλλα από τον ΟΛΠ στο Σαρωνικό, κατά την κατασκευή του προβλήτα για κρουαζιερόπλοια.
Τα απόβλητα αυτά δεν έχουν ελεγχθεί μέχρι σήμερα από την πολιτεία ως προς την επικινδυνότητα τους σύμφωνα με τις διεθνείς προδιαγραφές, ούτε είναι γνωστή η ποσότητα τους.
Η Κομισιόν στην απάντηση της τονίζει πως βάσει των άρθρων 12 και 13 της οδηγίας πλαισίου για τα απόβλητα “τα κράτη μέλη [οφείλουν] να λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για να εξασφαλίζουν ότι τα απόβλητα υποβάλλονται σε ασφαλείς εργασίες διάθεσης χωρίς να τίθεται σε κίνδυνο η ανθρώπινη υγεία και χωρίς να βλάπτεται το περιβάλλον”, με σαφείς “απαιτήσεις για τη διαχείριση των επικίνδυνων αποβλήτων”.
Η Κομισιόν κάνει σαφείς τις ευθύνες του ΟΛΠ και της εταιρείας εκμετάλλευσης, δηλαδή της Κινεζικής Cosco, όταν αναφέρει πως “Ο φορέας εκμετάλλευσης που προκαλεί πραγματική ζημία στο περιβάλλον οφείλει, σύμφωνα με το άρθρο 6 της οδηγίας για την περιβαλλοντική ευθύνη, να λάβει τα απαιτούμενα μέτρα αποκατάστασης και να αναλάβει όλες τις δαπάνες.”
Ταυτόχρονα δηλώνει ότι δεν διαθέτει στοιχεία για τη φύση και την επικινδυνότητα αυτών των αποβλήτων. Σημειώνεται ότι ανάλογη απάντηση δόθηκε σε κοινοβουλευτική ερώτηση βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ στη Βουλή, στις 14.12.2021 από το Ελληνικό Κέντρο Θαλασσίων Ερευνών (ΕΛΚΕΘΕ), η οποία αμφισβητεί ευθέως τη μέθοδο προσδιορισμού της επικινδυνότητας των βυθοκορημάτων του ΟΛΠ και ουσιαστικά επισημαίνει την ανυπαρξία ελέγχων της κατάστασης του βυθού από τις απορρίψεις τους.
Σαφής και η ευθύνη για την εφαρμογή των οδηγιών του Ελληνικού Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας, σύμφωνα με την απάντηση της Κομισιόν: “η οδηγία-πλαίσιο για τα ύδατα απαιτεί από τα κράτη μέλη να λάβουν τα αναγκαία μέτρα για την επίτευξη καλής οικολογικής και χημικής κατάστασης των παράκτιων υδάτων και την πρόληψη της υποβάθμισής τους. Η απαίτηση αυτή ισχύει για τις δραστηριότητες βυθοκόρησης. Οι πιέσεις και οι επιπτώσεις των εν λόγω ανθρώπινων δραστηριοτήτων στο θαλάσσιο περιβάλλον πρέπει επίσης να λαμβάνονται υπόψη από τα κράτη μέλη στις θαλάσσιες στρατηγικές τους στο πλαίσιο της οδηγίας για τη θαλάσσια στρατηγική, η οποία αποσκοπεί στην επίτευξη «καλής περιβαλλοντικής κατάστασης» έως το 2020.”
Ακολουθούν η απάντηση της Κομισιόν και η ερώτηση του ευρωβουλευτή.
1. Η ταξινόμηση των αποβλήτων βυθοκόρησης σύμφωνα με τον ευρωπαϊκό κατάλογο αποβλήτων εξαρτάται από το αν παρουσιάζουν ιδιότητες που τα καθιστούν επικίνδυνα σύμφωνα με τους κανόνες του παραρτήματος III της οδηγίας-πλαισίου για τα απόβλητα (WFD). Οι κανόνες αυτοί περιλαμβάνουν οριακές τιμές συγκέντρωσης που ισχύουν για τις επικίνδυνες ουσίες που περιέχονται στα απόβλητα, συμπεριλαμβανομένων των βαρέων μετάλλων. Οι διαθέσιμες πληροφορίες δεν επιτρέπουν τον προσδιορισμό της ταξινόμησης των εν λόγω αποβλήτων βυθοκόρησης.
2. Τα άρθρα 12 και 13 της οδηγίας-πλαισίου για τα απόβλητα απαιτούν από τα κράτη μέλη να λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για να εξασφαλίζουν ότι τα απόβλητα υποβάλλονται σε ασφαλείς εργασίες διάθεσης χωρίς να τίθεται σε κίνδυνο η ανθρώπινη υγεία και χωρίς να βλάπτεται το περιβάλλον. Η οδηγία καθορίζει επίσης απαιτήσεις για τη διαχείριση των επικίνδυνων αποβλήτων, ωστόσο δεν υπάρχει ειδική νομοθεσία της ΕΕ για τη διαχείριση των ιλύων βυθοκόρησης. Επί του παρόντος, η Επιτροπή δεν διαθέτει ουσιώδη αποδεικτικά στοιχεία για να διαπιστώσει αν η διαχείριση του αναφερόμενου υλικού παραβιάζει την οδηγία-πλαίσιο για τα απόβλητα.
3. Ο φορέας εκμετάλλευσης που προκαλεί πραγματική ζημία στο περιβάλλον οφείλει, σύμφωνα με το άρθρο 6 της οδηγίας για την περιβαλλοντική ευθύνη, να λάβει τα απαιτούμενα μέτρα αποκατάστασης και να αναλάβει όλες τις δαπάνες. Στην Ελλάδα, αρμόδια αρχή για την εφαρμογή της οδηγίας είναι το ελληνικό Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας. Επιπλέον, η οδηγία-πλαίσιο για τα ύδατα απαιτεί από τα κράτη μέλη να λάβουν τα αναγκαία μέτρα για την επίτευξη καλής οικολογικής και χημικής κατάστασης των παράκτιων υδάτων και την πρόληψη της υποβάθμισής τους. Η απαίτηση αυτή ισχύει για τις δραστηριότητες βυθοκόρησης. Οι πιέσεις και οι επιπτώσεις των εν λόγω ανθρώπινων δραστηριοτήτων στο θαλάσσιο περιβάλλον πρέπει επίσης να λαμβάνονται υπόψη από τα κράτη μέλη στις θαλάσσιες στρατηγικές τους στο πλαίσιο της οδηγίας για τη θαλάσσια στρατηγική, η οποία αποσκοπεί στην επίτευξη «καλής περιβαλλοντικής κατάστασης» έως το 2020.
Ερώτηση με αίτημα γραπτής απάντησης προς την Επιτροπή:
Τεκμηριωμένη δημοσιογραφική έρευνα φέρνει στο φως της δημοσιότητας το μέγεθος της οικολογικής καταστροφής από την υλοποίηση των έργων της ΟΛΠ ΑΕ, και ειδικότερα από την απόρριψη βυθοκορημάτων με υψηλή περιεκτικότητα σε τοξικά βαρέα μέταλλα από τις εργασίες για την επέκταση του λιμένα Πειραιά στον Σαρωνικό. Το έργο υλοποιείται εδώ και αρκετό καιρό χωρίς μελέτη περιβαλλοντικών επιπτώσεων.
Η αδειοδότηση για την απόρριψη βασίστηκε σε κενό της ελληνικής νομοθεσίας, μιας και δεν έχουν θεσπιστεί εθνικά κριτήρια για τους λεγόμενους ΕΚΚΑΠ ή εθνικούς καταλόγους για τα κριτήρια αναφοράς, που να υποδεικνύουν με σαφήνεια από ποιες τιμές συγκεντρώσεων των βαρέων μετάλλων στα βυθοκορήματα και επάνω δεν θα πρέπει να απορρίπτονται στη θάλασσα.
Τέλος, η διαχείριση των βυθοκορημάτων στην Ελλάδα, σύμφωνα με τον ευρωπαϊκό κατάλογο αποβλήτων, αντιμετωπίζεται λανθασμένα ως διαχείριση που αφορά «μπάζα εκσκαφών».
Με βάση τα παραπάνω, ερωτάται η Επιτροπή:
1. Με βάση τον ευρωπαϊκό κατάλογο αποβλήτων, τα βυθοκορήματα που περιέχουν υψηλές ποσότητες βαρέων μετάλλων θεωρούνται επικίνδυνα απόβλητα;
2. Οφείλει η Ελλάδα να αναθεωρήσει τη νομοθεσία της σχετικά με τα βυθοκορήματα, έτσι ώστε να μην υπάρχει παραβίαση της οδηγίας 2008/98;
3. Θεωρεί ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση θα πρέπει να εφαρμοστεί η οδηγία 2004/35;
Διαβάστε ακόμη
To disaster story της ΑΓΝΟ: Βγαίνει σε νέο πλειστηριασμό με τον πήχη στα 7,7 εκατ. ευρώ
Οne Athens: «Τρέχουν» οι πωλήσεις στο ακριβότερο οικιστικό συγκρότημα του Κολωνακίου (pics + vid)