Νέα εμπλοκή-θρίλερ σημειώθηκε στην υπόθεση της εξυγίανσης των Ναυπηγείων της Ελευσίνας. Πιο συγκεκριμένα, προγραμματισμένη ήταν για σήμερα η έκτακτη Γενική Συνέλευση προκειμένου να εγκριθεί η μεταβίβαση των μετοχών στην ελληνοαμερικανική ONEX Shipyards.

Τα βασικά θέματα που θα συζητούνταν ήταν δύο:

-Μεταβίβαση/εξυγίανση της θυγατρικής εταιρείας ναυπηγεία Ελευσίνας-Λήψη αποφάσεων

-Συζήτηση για Μεταβίβαση των μετοχών της μητρικής εταιρείας ΝΕΩΡΙΟΝ ΑΕ ΣΥΜΜΕΤΟΧΩΝ

Όμως εμφανίστηκε ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος του ομίλου Νεώριον, Νίκος Ταβουλάρης, ο οποίος πέτυχε την αναβολή της ΓΣ για την άλλη εβδομάδα προκείμενου όπως τόνισε να παραστεί ο διευθύνων σύμβουλος της ΟΝΕΧ, Πάνος Ξενοκώστας και να παρουσιάσει το σχέδιο εξυγίανσης.

Σύμφωνα με πληροφορίες ο Νίκος Ταβουλάρης αποκάλυψε ότι ναι μεν εκείνος διαθέτει το 22% των μετοχών αλλά το άλλο 22% που όλοι γνώριζαν ότι το είχε ο γιός του…αγνοείται. Ο Νίκος Ταβουλάρης ισχυρίστηκε ότι δεν το έχει πλέον το ποσοστό ο γιός του, δεν γνωρίζει σε ποιόν ανήκει και επίσης ότι έχει να μιλήσει μαζί του εδώ και δύο χρόνια.

Οι εργαζόμενοι εξοργίστηκαν και προκλήθηκε ένταση. Σύμφωνα με πληροφορίες σοβαρά ενοχλημένη είναι και η κυβέρνηση η οποία φέρεται να διαμήνυσε στον Νίκο Ταβουλάρη, ότι δεν θα δώσει άλλη παράταση στο πρόγραμμα ναυπήγησης πολεμικών πλοίων. Από το βήμα της Βουλής ο υπουργός Ανάπτυξης Άδωνις Γεωργιάδη, έχει δηλώσει ότι τα χρέη της εταιρείας -ναυπηγεία Ελευσίνας- μαζί με αυτά που οφείλει στο Πολεμικό Ναυτικό, ξεπερνούν τα 300 εκατ. ευρώ, και προειδοποίησε ότι εάν ο Νίκος Ταβουλάρης δεν συμφωνήσει στο σχέδιο εξυγίανσης, η εταιρεία θα κλείσει.

Υπάρχει μεγάλος εκνευρισμός διότι πριν από λίγες ημέρες ο Νίκος Ταβουλάρης ενημέρωσε εγγράφως το προσωπικό του ναυπηγείου, ότι στηρίζει την συνεργασία με την ONEX και ότι προτίθεται να μεταβιβάσει άμεσα τις μετοχές του.

Μάλιστα ο υπουργός Ανάπτυξης και Επενδύσεων Αδωνις Γεωργιάδης παρουσίασε πριν από λίγο καιρό στο σωματείο εργαζομένων του ναυπηγείου Ελευσίνας, το χρονοδιάγραμμα του σχεδίου εξυγίανσης του ναυπηγείου Ελευσίνας και ενημέρωσε για τις συζητήσεις που έχουν γίνει μεταξύ του νυν ιδιοκτήτη του, κ. Ταβουλάρη, και του προτιμώμενου επενδυτή, της εταιρείας ONEX του κ. Ξενοκώστα. Είχε δηλώσει τότε ο υπουργός:

«Εφ’ όσον όλα πάνε καλά και η συμφωνία μεταξύ των κυρίων Ταβουλάρη και Ξενοκώστα επιτευχθεί, θα προχωρήσουμε στην επόμενη φάση που είναι, κατά το μοντέλο εξυγίανσης των ναυπηγείων Νεωρίου Σύρου, η ενδιάμεση λειτουργία και η μεταφορά του ναυπηγείου στην ONEX υπό τους όρους φυσικά της κατά προτεραιότητα πληρωμής των δεδουλευμένων των εργαζομένων και της διασφάλισης των θέσεων εργασίας».

Το μοντέλο εξυγίανσης είναι αυτό που εφαρμόστηκε για τα ναυπηγεία της Σύρου. Κατάθεση στο Πρωτοδικείο σχεδίου εξυγίανσης της εταιρείας προς έγκριση από τα Ελληνικά Δικαστήρια σε ορίζοντα 3 με 6 μηνών με πρώτη προτεραιότητα η αποπληρωμή των εργαζομένων.

Η ONEX ELEFSIS SHIPYARDS, LLC σε συνεργασία με την αμερικανική Chatsworth Securities LLC, θα επενδύσουν έως 400 εκατ. δολ. σε ορίζοντα 15ετίας για τη διάσωση των Ναυπηγείων Ελευσίνας. Όπως επισημαίνει, η διοίκηση της ΟΝΕΧ θα πρόκειται για τη μεγαλύτερη διάσωση επιχείρησης στην ιστορία των ελληνικών ναυπηγείων και μία από τις μεγαλύτερες στην ευρωπαϊκή ιστορία.

Ο Άδωνις Γεωργιάδης μιλώντας στο 11th Annual Capital Link Greek Shipping Forum, είχε επισημάνει για τα ναυπηγεία Ελευσίνας, μεταξύ άλλων:

«Ξέρω ότι ίσως κάποιοι από εσάς δεν πιστεύετε ότι μπορεί να υπάρξει ξανά ναυπηγοεπισκευαστική βιομηχανία στην Ελλάδα, θα σας αποδείξω, όμως, ότι κάνετε λάθος.

Η επένδυση της ΟΝΕΧ στη Σύρο πηγαίνει ήδη πάει πάρα πολύ καλά και πολύ σύντομα θα έχουμε καλά νέα, πιστεύω, και για το ναυπηγείο της Ελευσίνας. Η κυβέρνηση των ΗΠΑ έχει ήδη δείξει μεγάλο ενδιαφέρον. Προσωπικά έχω ήδη πάει δύο φορές στην Ουάσιγκτον για το ναυπηγείο. Στόχος είναι έως τα τέλη Μαρτίου, να έχουμε στην Ελευσίνα το ίδιο μοντέλο που είχαμε και στο ναυπηγείο της Σύρου ώστε να μπορέσουμε να δώσουμε την δυνατότητα στους Έλληνες εφοπλιστές να επιλέξουν ένα ναυπηγείο εδώ στην Αττική για ανακαινίσουν και να επισκευάσουν τα πλοία τους σε πολύ ανταγωνιστικές τιμές και πολύ καλή και ποιοτική εργασία».