Κομβικής σημασίας για το φορολογικό καθεστώς των πολυεθνικών επιχειρήσεων και δη των Big Tech στην ΕΕ θεωρείται η απόφαση που αναμένεται να εκδοθεί την Τρίτη από το ανώτατο ευρωπαϊκό δικαστήριο αναφορικά με την αποπληρωμή των «παράνομων» φοροαπαλλαγών που απολάμβανε επί χρόνια η Apple.
Η υπόθεση χρονολογείται ουσιαστικά από το 2016, όταν οι αρμόδιες αρχές ανταγωνισμού των Βρυξελλών έκριναν πως η κατασκευάστρια των iPhone, η οποία έχει επιλέξει από το 1980 για ευρωπαϊκή της έδρα την Ιρλανδία, επωφελήθηκε παράτυπα από τις φοροαπαλλαγές που της πρόσφερε η χώρα. Έτσι, η ευρωπαϊκή αρχή υπό την Μαργκρέτε Βεστάγκερ διέταξε την Ιρλανδία να απαιτήσει από τον τεχνολογικό κολοσσό την καταβολή 13 δισ. ευρώ συμπεριλαμβανομένων των τόκων στο πλαίσιο της μεγαλύτερης φορολογικής ετυμηγορίας που είχε καταγραφεί ποτέ στην ΕΕ.
Apple και Δουβλίνο (που δεν ήθελε επίσης να διαταραχθεί το ευνοϊκό φορολογικό καθετώς που παρείχε στις ξένες πολυεθνικές) κατέφυγαν στα δικαστήρια κατά της απόφασης των Βρυξελλών και πέτυχαν το 2020 την ακύρωση της εντολής. Η τότε δικαστική ετυμηγορία από γενικό δικαστήριο βασίστηκε στην άποψη πως οι ευρωπαϊκές αρχές ανταγωνισμού απέτυχαν να αποδείξουν πως η Apple διασφάλισε ανταγωνιστικό πλεονέκτημα χάρη στις επίμαχες φοροαπαλλαγές.
Η Κομισιόν, ωστόσο, δεν δέχτηκε την απόφαση και στράφηκε στο Ανώτατο Δικαστήριο της ΕΕ (ECJ) διεκδικώντας την αποκατάσταση της αρχικής εντολής. Η ανακοίνωση από το ECJ, έχει οριστεί για την Τρίτη, 10 Σεπτεμβρίου.
Νομικοί κύκλοι σχολιάζουν, πάντως, πως ανεξάρτητα από την έκβαση του θέματος η όλη διαμάχη θα έχει σημαντικό αντίκτυπο στο πόσο εύκολα τα κράτη μέλη της ΕΕ θα προσφέρουν σημαντικά φορολογικά… δώρα σε μεγάλες επιχειρήσεις και κυρίως πολυεθνικές προκειμένου να προσελκύσουν επενδύσεις και να δημιουργήσουν νέες θέσεις εργασίας.
Παράλληλα η τελική αυλαία της υπόθεσης θα έρθει σε ένα κομβικό σημείο και για την ίδια την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, που βρίσκεται πλέον σε φάση ανανέωσης υπό τη νέα θητεία της Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν.
Η Δανέζα επίτροπος ανταγωνισμού που αναβαθμίστηκε έως και στο πόστο της αντιπροέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής διασφάλισε σημαντική δημοσιότητα τα τελευταία χρόνια με την σκληρή στρατηγική που εφάρμοσε «κυνηγώντας» τις μεγάλες πολυεθνικές, κυρίως δε, τις αμερικανικές Big Tech. Πλέον, μετά από δέκα χρόνια θητείας ετοιμάζεται να αφήσει το πόστο, αλλά και τις Βρυξέλλες συνολικά.
Δεν είναι τυχαίο ότι διεθνή μέσα δίνουν ιδιαίτερη έμφαση στα σενάρια που αφορούν τα πρόσωπα και τις χώρες της ΕΕ που διεκδικούν το πολύκροτο χαρτοφυλάκιο, θεωρώντας πως η επιλογή θα κρίνει το αν η νέα Κομισιόν σκοπεύει να διατηρήσει ή όχι την σκληρή γραμμή της Βεστάγκερ.
Οι “Financial Times”, σε πρόσφατο δημοσίευμα τους, υποστήριξαν πως ισχυρός διεκδικητής της θέσης είναι η Τερέζα Ριμπέρα, νυν αντιπρόεδρος στην σοσιαλιστική κυβέρνηση του Πέδρο Σάντσεθ. Κι αυτό με δεδομένο πως στο χαρτοφυλάκιο θα εντάσσεται και η εφαρμογή του Green Deal της ΕΕ με την χαλάρωση των κανόνων που διέπουν τις επιδοτήσεις για τον κλάδο, κάτι είναι ψηλά στην ατζέντα της ευρωομάδας των Σοσιαλιστών για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της Ένωσης.
Στην περίπτωση αυτή, ενδεχομένως να ακολουθήσει και η υιοθέτηση πιο ευέλικτης στάσης από τις αρχές ανταγωνισμού ειδικά στην εξέταση μεγάλων συγχωνεύσεων προκειμένου οι ευρωπαϊκοί όμιλοι να μπορούν να ανταγωνιστούν καλύτερα τα μεγαθήρια των ΗΠΑ και της Κίνας.
Διαβάστε ακόμη
Χατζηδάκης: O πληθωρισμός είναι σε σταδιακή αποκλιμάκωση (vid)
Για όλες τις υπόλοιπες ειδήσεις της επικαιρότητας μπορείτε να επισκεφτείτε το Πρώτο ΘΕΜΑ