Παράνομη ήταν σύμφωνα με δικαστήριο του Λονδίνου η απόφαση της κυβέρνησης της Βρετανίας να αναθέσει συμβόλαιο σε εταιρεία δημοσίων σχέσεων συνεργατών του Ντόμινικ Κάμινγκς, πρώην συμβούλου του πρωθυπουργού, Μπόρις Τζόνσον.
Το δικαστήριο έκρινε πως η κυβέρνηση επέδειξε «προφανή μεροληψία» στην απόδοση του συμβολαίου, ύψους τουλάχιστον 560.000 στερλινών (650.900 ευρώ), τον Ιούνιο του 2020, στην Public First για μια έρευνα της κοινής γνώμης σχετικά με την απόκριση της κυβέρνησης στην πανδημία του κορωνοϊού.
Η ομάδα Good Law Project κατέθεσε αγωγή κατά της κυβέρνησης, λέγοντας πως το συμβόλαιο δόθηκε χωρίς να προηγηθεί πρόσκληση υποβολής προσφορών στα αρχικά στάδια της πανδημίας. Η Φαϊνόλα Ο΄Φάρελ, δικαστής του Ανώτατου Δικαστηρίου, είπε πως η κυβέρνηση είχε δικαίωμα να δώσει το συμβόλαιο, επειδή η εργασία αυτή ήταν απαραίτητη.
Ωστόσο, είπε πως η αποτυχία της να εξετάσει το ενδεχόμενο υποβολής προσφορών από εταιρείες έρευνας «θα οδηγούσε έναν αμερόληπτο και ενημερωμένο παρατηρητή να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι υπήρχε πραγματική πιθανότητα ή πραγματικός κίνδυνος, ο υπεύθυνος λήψης αποφάσεων να ήταν μεροληπτικός».
Η κυβέρνηση υποστήριξε πως δεν υπήρχε χρόνος για να διενεργηθεί μια κανονική διαδικασία επιλογής μέσω ανταγωνισμού. Ο Κάμινγκς, από την πλευρά του, είπε πως ήταν περισσότερο απασχολημένος με την προσπάθεια να σώσει ζωές, από το να διασφαλίσει ότι όλες οι αποφάσεις που λαμβάνονταν στο πρώτο κύμα της πανδημίας ήταν σύννομες για το δικαστήριο.
«Σε αυτή τη βάση το δικαστήριο θα μπορούσε να θεωρήσει ότι πολλές αποφάσεις του 2020 ήταν παρομοίως “παράνομες”, καθώς εγώ, όπως και ο υπουργός παρά τω πρωθυπουργώ, είχαμε πει επανειλημμένα στους αξιωματούχους να επικεντρώσουν στις επικείμενες απειλές για τις ζωές / την καταστροφή και όχι στη διαδικασία δικηγόρους – διαδρομή εγγράφου Ποτέμκιν», έγραψε σε tweet.
Πέρυσι, το Εθνικό Ελεγκτικό Γραφείο ανέφερε ότι υπήρξε έλλειψη διαφάνειας και δεν εξηγήθηκε γιατί επελέγησαν ορισμένοι προμηθευτές, ή πώς αντιμετωπίστηκε οιαδήποτε σύγκρουση συμφερόντων στις συμφωνίες δημοσίων συμβάσεων που συνήφθησαν ανάμεσα στον Μάρτιο και στα τέλη Ιουλίου, αξίας περίπου 18 δισ. λιρών.
Πολιτικοί της αντιπολίτευσης κατηγόρησαν την κυβέρνηση για «chumocracy» (κυβερνώσα ελίτ που αποτελείται από ανθρώπους με ίδιο κοινωνικό υπόβαθρο, που φοίτησαν στα ίδια σχολεία και πανεπιστήμια και έχουν τις ίδιες κοινωνικές γνωριμίες) με συμβόλαια, μεταξύ των οποίων εκείνα για την αγορά προστατευτικού εξοπλισμού που δεν χρησιμοποιήθηκε τελικά, και διορισμούς ανθρώπων με οικογενειακές ή επιχειρηματικές σχέσεις με τους κρατούντες.
Μετά την απόφαση, ο Τζολιόν Μόαμ, ιδρυτής του Good Law Project, είπε πως η κυβέρνηση θα πρέπει να εξετάσει προτάσεις για βελτίωση του συστήματος σύναψης δημοσίων συμβάσεων και να σταματήσει να σπαταλά τα χρήματα των φορολογουμένων.
Η απόφαση είναι περισσότερο μια συμβολική νίκη, επειδή η δικαστής δεν αποφάνθηκε στη βάση πραγματικής μεροληψίας, κάτι που θα μπορούσε να αποτελεί ποινικό αδίκημα.
Η Public First διευθύνεται από τον Τζέιμς Φρέιν και την Ρέιτσελ Γουλφ, οι οποίοι είχαν εργαστεί στο παρελθόν με τον Κάμινγκς και τον υπουργό παρά τω πρωθυπουργώ, Μάικλ Γκόουβ. Ο Κάμινγκς παραιτήθηκε από τη θέση του επικεφαλής συμβούλου στα τέλη του περασμένου έτους. Ο Γκόουβ παραμένει στην κυβέρνηση.
Το γραφείο του υπουργικού συμβουλίου ανέφερε σε ανακοίνωση πως τα θέματα που εγέρθηκαν στο δικαστήριο αντιμετωπίστηκαν και πως δεν υπάρχει υπόνοια για πραγματική μεροληψία.
Εκπρόσωπος της Public First δήλωσε πως είναι υπερήφανη για την εργασία που έκανε στα πρώτα στάδια της πανδημίας και η δικαστής αποφάνθηκε πως αδύναμες εσωτερικές διαδικασίες οδήγησαν στην εμφάνιση μεροληψίας. «Η δικαστής δεν έκανε καμία απολύτως κριτική για την Public First οπουδήποτε στην απόφαση», ανέφερε.
Διαβάστε ακόμη
Ρότα για έξοδο στις αρχές του 2022 από την ενισχυμένη εποπτεία
Αντώνης Λελάκης: Πώς το όραμα ενός πρωτοπόρου εφοπλιστή βούλιαξε στην… άμμο και στα χρέη
Economist: Σε ποια θέση βρίσκεται η Αθήνα στην κατάταξη με τις καλύτερες πόλεις