Του Διαμαντή Σεϊτανίδη
Η Τερέζα Μέι, η πολιτικός που ανέλαβε να υλοποιήσει την απόφαση του βρετανικού λαού το 2016 που έμεινε γνωστή ως brexit, ολοκλήρωσε την πρωθυπουργική της θητεία την Παρασκευή, 7 Ιουνίου. Θα παραμείνει ως υπηρεσιακή πρωθυπουργός μέχρι τις 22 του ίδιου μήνα και στη συνέχεια ένα άλλο πρόσωπο θα αναλάβει τα ηνία της ηράκλειας προσπάθειας του Ηνωμένου Βασιλείου να πετύχει μια όσο το δυνατόν πιο ανώδυνη έξοδο από την ευρωπαϊκή οικογένεια.
Οι επιπτώσεις αυτής της εξέλιξης είναι ταυτόχρονα καταιγιστικές κι απροσδιόριστες. Ας αρχίσουμε από τις οικονομικές που είναι πιο εύκολα αποτυπώσιμες:
Το ΑΕΠ της Ενωμένης Ευρώπης θα υποχωρήσει στα 18,28 τρισ. δολ. (ως ισοτιμία στην αγοραστική δύναμη του καταναλωτή) από 20,9 τρισ. δολ.. Η ευρωπαϊκή συνεισφορά στο παγκόσμιο εμπόριο θα συρρικνωθεί στο 14,6% από 17%.
Στο πεδίο της πολιτικής ισχύος, η Ευρωπαϊκή Ένωση θα χάσει το ένα από τα δύο μέλη στο G7, θα μείνει με τρία (κι όχι τέσσερα) μέλη στο G20 και θα έχει ένα μέλος λιγότερο, δηλαδή πέντε στο Συμβούλιο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας.
Ποιες χώρες της Ευρώπης βλάπτονται και ποιες ωφελούνται
Από οικονομικής πλευράς, η Δημοκρατία της Ιρλανδίας είναι η χώρα που σύμφωνα με τους περισσότερους αναλυτές θα πληγεί από το Brexit, καθώς το 14% των ιρλανδικών εξαγωγών κατευθύνεται στη Βρετανία. Παράλληλα, υπάρχουν πρόσθετες κοινωνικές και πολιτικές συνέπειες, καθώς διακυβεύεται και η ειρήνη στη Βόρεια Ιρλανδία.
Πέραν αυτού, κοινή είναι η αίσθηση ότι Γερμανία και Γαλλία επίσης βλάπτονται από τη βρετανική έξοδο. Η Ευρώπη συρρικνώνεται, ο γαλλογερμανικός άξονας έχει εξασθενήσει, ο πολιτικός κύκλος της Άγκελα Μέρκελ κλείνει, οι διαφορές της με τον Εμανουέλ Μακρόν για τις μεταρρυθμίσεις στο ευρωπαϊκό μπλοκ είναι σε ασύμβατη πορεία, ενώ και η ίδια η γερμανική οικονομία υποχωρεί, καθώς η πολυετής οικονομική στασιμότητα της Ευρώπης δυσχεραίνει τις γερμανικές εξαγωγές. Το Βερολίνο εμφανίζεται πλήρως απρόθυμο να αναλάβει ηγετικό ρόλο σε μια πανευρωπαϊκή προσπάθεια για τις μεγάλες αλλαγές που χρειάζεται η κοινή ευρωπαϊκή προσπάθεια. Ως προς τη Γαλλία, το Ηνωμένο Βασίλειο είναι ένας από τους κύριους ξένους επενδυτές για τις εταιρείες του βόρειου τμήματος της χώρας (Βρετάνη κλπ). Ομοίως και για το Βέλγιο, μεγάλο μέρος του ΑΕΠ του οποίου προέρχεται από εξαγωγές και εμπόριο που χρησιμοποιεί τα λιμάνια της Φλάνδρας. Πολλές από αυτές κατευθύνονται στο Ηνωμένο Βασίλειο. Την ίδια ώρα, το 78% των βρετανικών εξαγωγών στην Ευρώπη φθάνουν στο Βέλγιο.
Όσο για τη νότια Ευρώπη, η Ιβηρική έχει ανακάμψει οικονομικά και επιστρέφει αργά στο ευρωπαϊκό προσκήνιο, αλλά η Ισπανία παρεμποδίζεται από την καταλανική κρίση, ενώ και η Ελλάδα μετά την επίπονη εσωτερική υποτίμηση κατά την εποχή των μνημονίων, έχει αναβαθμίσει τη γεωπολιτική της θέση στα Βαλκάνια και στην Ανατολική Μεσόγειο. Η εξασθένηση της κεντρικής Ευρώπης, από την οποία σε μεγάλο βαθμό εξαρτάται η νότια, δεν μπορεί να αφήνει ανεπηρέαστες τις χώρες της Μεσογείου.
Το brexit επιτείνει αποφασιστικά αυτή την εικόνα αδυναμίας της Ευρώπης, ως συνόλου.
Από την άλλη μεριά, ωφελημένες από το brexit δηλώνουν ότι είναι οι χώρες του ευρωπαϊκού Βορρά, κυρίως δε η Πολωνία, που πιστεύουν ότι η έξοδος της Βρετανίας και η συρρίκνωση του ειδικού βάρους της Γαλλίας και της Γερμανίας, συμβάλλουν σε μια πιο ομαλή, πιο ισόρροπη κατανομή της πραγματικής εξουσίας μεταξύ των κρατών στην ΕΕ. Ωστόσο οι χώρες της ανατολικής Ευρώπης (Βίζεγκραντ) έβλεπαν τη Μεγάλη Βρετανία ως ένα αντίβαρο στην ηγεμονία του Βερολίνου μέσα στην ΕΕ. Αυτό το αντίβαρο, τώρα παύει να υπάρχει…
Ωφελημένη (θέλει να πιστεύει ότι) είναι η Ιταλία, που υπό τη λαϊκιστική κυβέρνηση Κόντε θεωρεί πως μπορεί να επιβάλει τους δικούς της όρους στην ευρωπαϊκή γραφειοκρατία. Ως τώρα, πάντως, δεν έχει να επιδείξει σημαντική πρόοδο στις επιδιώξεις της.
Καταστρέφεται η Βρετανία;
Η κυρίαρχη αντίληψη είναι ότι η Βρετανία θα έχει αρνητικό ισοζύγιο από την αποχώρησή της από την Ενωμένη Ευρώπη. Η εγκατάλειψη επιχειρήσεων που είχαν έδρα το Ηνωμένο Βασίλειο, η ασάφεια στη δομή της σχέσης ΕΕ- Βρετανίας στο μέλλον, το status των Ευρωπαίων πολιτών εντός Βρετανίας, η θέση της λίρας στο διεθνές νομισματικό σύστημα, η ανάγκη μιας εκ βάθρων αλλαγής της εξωτερικής πολιτικής της χώρας, η επί της ουσίας αποσάθρωση της σχέσης μεταξύ των τεσσάρων εθνών που αποτελούν σήμερα το Ηνωμένο Βασίλειο, όλα αυτά ίσως είναι λιγότερο σημαντικά από την κρίση ταυτότητας που έχει πλήξει το Ηνωμένο Βασίλειο, το οποίο ως τώρα “πατούσε σε δυο βάρκες” τον Ευρωπαϊσμό και τον Ατλαντισμό, ως αντίβαρα της παραδοσιακής Βρετανικής Κοινοπολιτείας που είχε κάνει παλαιότερα τη Μεγάλη Βρετανία μια παγκόσμια υπερδύναμη.
Η Βρετανία μπορεί να επωφεληθεί από τον εμπορικό πόλεμο που έχει εξαπολύσει η Ουάσιγκτον, εάν τελικά ολοκληρωθεί το brexit μέσα σε συνθήκες επιβολής δασμών. Για παράδειγμα, το πρόβλημα της βρετανικής αυτοκινητοβιομηχανίας, που καταγράφει ετήσια παραγωγή 1.600.000 αυτοκινήτων, εκ των οποίων το 40% εξάγεται σε χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, απασχολεί 730.000 εργαζόμενους και καταγράφει έναν κύκλο εργασιών της τάξης των 60 δισεκατομμυρίων λιρών, δεν είναι το brexit καθεαυτό, αλλά η μη επιβολή δασμών 10% -κάτι που ισχύει για τα αυτοκίνητα τα οποία εισάγονται στην Ε.Ε. από τις ΗΠΑ- στα αυτοκίνητα που κατασκευάζονται στη χώρα.
Ένα brexit κατόπιν συμφωνίας, θεωρείται βέβαιο ότι θα προβλέπει κάποιου είδους απαλλαγή δασμών η οποία, σε συνδυασμό με την πολιτική του Τραμπ, μπορεί να στηρίξει τη βρετανική οικονομία.
Παρ’ όλα τα ενθαρρυντικά στοιχεία για μια Βρετανία εκτός Ευρώπης, η περισυλλογή στη βρετανική κοινωνία είναι διάχυτη, το αίτημα για ένα δεύτερο δημοψήφισμα παρέμεινε επί πολύ στην πρώτη γραμμή του δημοσίου διαλόγου και επηρέασε το αδιέξοδο της Μέι, που οδήγησε στο πολιτικό της τέλος. Η Βρετανία είναι μια χώρα βαθιά διχασμένη ως προς την προοπτική της, κι αυτό δεν μπορούσε παρά να το πληρώσει η πρωθυπουργός της. Farewell…