Σχεδόν 20 ημέρες μετά τις ευρωπαϊκές εκλογές και συγκεκριμένα στις 27 και 28 Ιουνίου, οι αρχηγοί κρατών και κυβερνήσεων των 27 κρατών – μελών της ΕΕ θα συναντηθούν για να αποφασίσουν τη στρατηγική ατζέντα της ΕΕ (σ.σ. το στρατηγικό θεματολόγιο όπως ονομάζεται) για τα επόμενα 5 χρόνια.

Η στρατηγική ατζέντα της ΕΕ αποτελεί ουσιαστικά τον “οδικό χάρτη” της ΕΕ και θα συμφωνείται στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, μετά τις ευρωπαϊκές εκλογές και πριν την εκλογή της νέας Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Μπορεί τα αποτελέσματα των ευρωπαϊκών εκλογών να μην άλλαξαν δραματικά τη σύνθεση του νέου Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, ωστόσο οι εσωτερικές εξελίξεις σε ορισμένα κράτη – μέλη, όπως, πρωτίστως στη Γαλλία και δευτερευόντως στη Γερμανίας ενδέχεται να επηρεάσουν τη λεγόμενη “γαλλο – γερμανική” ατμομηχανή της ΕΕ, ενώ ουδείς μπορεί να προβλέψει τις εξελίξεις στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο από τις κυβερνήσεις της Ουγγαρίας, της Σλοβακίας, της Ολλανδίας και ίσως της Αυστρίας (μετά τις εθνικές εκλογές που θα λάβουν χώρα το φθινόπωρο). Σε αυτό το πλαίσιο οι “27” θα πρέπει να συμφωνήσουν για τις βασικές προτεραιότητες της Ένωσης για την επόμενη πενταετία και κυρίως για τις περισσότερο άμεσες.

Ανταγωνιστικότητα της ευρωπαϊκής οικονομίας

Ολοένα και περισσότεροι Ευρωπαίοι ηγέτες έχουν κατανοήσει ότι η φράση “οι ΗΠΑ καινοτομούν, η Κίνα παράγει και η Ε.Ε νομοθετεί”, δεν αποτελεί πλέον αστεϊσμό, αλλά θλιβερή πραγματικότητα. Οι τεράστιες κρατικές ενισχύσεις που παρέχουν η Κίνα και οι ΗΠΑ στις βιομηχανίες τους, ειδικά στα ηλεκτρικά οχήματα και στον κλάδο των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, έχουν φέρει σε αδιέξοδο την ΕΕ, η οποία για χρόνια υποστήριζε το ελεύθερο εμπόριο. Οι υψηλότεροι δασμοί που επέβαλε η ΕΕ στα κινέζικα ηλεκτρικά οχήματα δεν φαίνονται αρκετοί, καθώς παρακάμπτουν τα πραγματικά προβλήματα της ευρωπαϊκής οικονομίας. Δηλαδή την ολοκλήρωση της ενιαίας αγοράς και τη δημιουργία μιας πραγματικής ένωσης κεφαλαίων. Σε αυτό το εξαιρετικά δύσκολο πλαίσιο για τη ανταγωνιστικότητα της ευρωπαϊκής οικονομίας και απέναντι στον κίνδυνο πλήρους αποβιομηχάνισης,  οι “27” θα εξετάσουν τις προτάσεις δύο πρώην πρωθυπουργών της Ιταλίας. Του Ενρίκο Λέτα  για την Ενιαία Αγορά και του Μάριο Ντράγκι για τη μελλοντική ανταγωνιστικότητα της οικονομίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

‘Αμυνα και ασφάλεια

Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία έσπασε ένα βασικό ταμπού της ΕΕ, αυτό της πιθανότητας μιας κοινής διαχείρισης της άμυνας και της ασφάλειας, πολιτικές που μέχρι τότε ήταν αποκλειστική αρμοδιότητα των κρατών – μελών. Οι εθνικές κυβερνήσεις των “27” συνειδητοποίησαν ότι δεν έχουν επαρκή μέσα για να στηρίξουν με πολεμικό υλικό την Ουκρανία και αυτές οι μεγάλες ελλείψεις σε βασικούς τομείς, διαμορφώνουν μια νέα πραγματικότητα. Η απερχόμενη πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν και προς το παρόν φαβορί για μια επανεκλογή,  δήλωσε θετική στην ιδέα να υπάρξει ένας επίτροπος με αποκλειστική αρμοδιότητα την Αμυνα και κυρίως την κοινή αμυντική παραγωγή. Ακόμα και ορισμένα από τα λεγόμενα φειδωλά κράτη – μέλη της ΕΕ, όπως η Δανία και οι χώρες της Βαλτικής, εμφανίζονται πιο διαλακτικά ψς προς την πιθανότητα έκδοσης κοινού χρέους για την ενίσχυση της αμυντικής ικανότητας της ΕΕ. Παράλληλα το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα, η μεγαλύτερη πολιτική ομάδα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,, έκανε λόγο όχι μόνο για κοινές ευρωπαϊκές αμυντικές προμήθειες, αλλά ακόμα και για τη δημιουργία μιας αληθινής Ευρωπαϊκής Αμυντικής Ένωσης με ευρωπαϊκές δυνάμεις σε στεριά, θάλασσα, αέρα και διαδίκτυο, οι οποιες θα συμπληρώνουν τους εθνικούς στρατούς των κρατών – μελών της ΕΕ. Σε αυτό το πλαίσιο οι αρχηγοί κρατών και κυβερνήσεων της ΕΕ έχουν να υπολογίζουν και τις ραγδαίες εξελίξεις που μπορεί να επιφέρει στην ευρωπαϊκή άμυνα μια πιθανή επανεκλογή του Ντόναλντ Τραμπ στις ΗΠΑ. Η λεγόμενη ενιαία ευρωπαϊκή αμυντική βιομηχανική στρατηγική που  η οποία στοχεύει να διασφαλίσει ότι η στρατιωτική βιομηχανία της ΕΕ μπορεί να παράγει «περισσότερα και ταχύτερα», αναμένεται να βρεθεί στο επίκεντρο των συζητήσεων στο επερχόμενο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο.

Πράσινη Συμφωνία

Μια από τις πιο εμβληματικές πολιτικές της ΕΕ την τελευταία πενταετία, αυτής της λεγόμενης Πράσινης Συμφωνίας, δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι θα λάβει ευρεία υποστήριξη από το επόμενο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Το 2019, όταν η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν παρουσίασε το φιλόδοξο σχέδιο της ώστε η Ευρώπη να καταστεί η πρώτη κλιματικά ουδέτερη ήπειρος μέχρι το 2050, η πολιτική πραγματικότητα στα περισσότερα ή έστω μεγαλύτερα κράτη – μέλη της ΕΕ, ήταν πολύ διαφορετική από ότι είναι σήμερα.

Πριν από 5 χρόνια τα Πράσινα κόμματα σε αρκετά κράτη – μέλη κατέγραψαν ιστορικά υψηλά με τη μεγαλύτερη άνοδο να καταγράφεται στη Γερμανία, όπου το κόμμα των Πρασίνων έγινε το δεύτερο ισχυρότερο κόμμα, ξεπερνώντας τους Σοσιαλδημοκράτες, ενώ στις Ευρωπαϊκές Εκλογές του 2019 η πολιτική Ομάδα των Πρασίνων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο έλαβε 74 έδρες συνολικά, ήτοι 22 περισσότερες από το 2014, με αποτέλεσμα οι ευρωβουλευτές του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος, των Σοσιαλδημοκρατών και των Φιλελεύθερων να μην αρκούσαν για να υπάρξει πλειοψηφία. Όλες οι υπόλοιπες πολιτικές ομάδες, ακόμα και το ΕΛΚ, αποφάσισαν να βάλουν στην ατζέντα τους την πολιτική για το κλίμα, ελπίζοντας να προσελκύσουν ψηφοφόρους.

Ωστόσο, παρά την επιτυχία μεγάλου μέρους της Πράσινης Συμφωνίας (όπως η δέσμη μέτρων «Fit for 55» που αποσκοπούσε στη μείωση των εκπομπών αερίων κατά 55% έως το 2030 ή το οριστικό τέλος των κινητήρων εσωτερικής καύσης σε νέα αυτοκίνητα από το 2035), η πανδημία της  Covid-19, η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, με αποτέλεσμα μια άνευ προηγουμένου ενεργειακή κρίση, του υψηλού πληθωρισμού και των αγροτικών κινητοποιήσεων, άλλαξαν άρδην την πολιτική πραγματικότητα.

Η πρώτη συμβολική αλλά και ουσιαστική ήττα για την Πράσινη Συμφωνία, έλαβε χώρα τον περασμένο Φεβρουάριο, όταν η πρόεδρος φον ντερ Λάιεν απέσυρε την πρότασή της για τη μείωση της χρήσης φυτοφαρμάκων κατά 50% μέχρι το 2030. Στη Γαλλία, η ακροδεξιά έχει καταστήσει σαφές ότι θέλει να απαλλαγεί από την Πράσινη Συμφωνία, ενώ ακροδεξιά αλλά και κεντροδεξιά κόμματα σε αρκετά άλλα κράτη – μέλη της ΕΕ εκφράζουν αμφιβολίες για τη συνέχιση των μέτρων για την προστασία του κλίματος. Παρόλο που τα ακροδεξιά κόμματα είναι σχεδόν απίθανο να καταφέρουν να συνεργαστούν και να δημιουργήσουν τη δεύτερη μεγαλύτερη πολιτική ομάδα στο ΕΚ, οι φωνές για αναστολή ορισμένων μέτρων της Πράσινης Συμφωνίας, αρχίζουν και δυναμώνουν.