Με βάση τις πρώτες προκαταρκτικές εκτιμήσεις για το 2018, η κατά κεφαλήν κατανάλωση, εκφρασμένη σε πρότυπα αγοραστικής δύναμης (PPS), κυμαινόταν από 56% έως 132% του μέσου όρου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) σε όλα τα κράτη μέλη.
Δέκα κράτη μέλη κατέγραψαν κατά κεφαλήν κατανάλωση άνω του μέσου όρου της ΕΕ το 2018. Το υψηλότερο επίπεδο στην ΕΕ ήταν που καταγράφηκε στο Λουξεμβούργο, 32% πάνω από το μέσο όρο της ΕΕ. Η Γερμανία ήταν περίπου 20% υψηλότερη, ακολουθούμενη από την Αυστρία, Τη Δανία, το Ηνωμένο Βασίλειο, την Ολλανδία, τη Φινλανδία, το Βέλγιο, τη Σουηδία και τη Γαλλία, οι οποίες κατέγραψαν όλες επίπεδα μεταξύ περίπου 5% και 15% υψηλότερα από τον μέσο όρο της ΕΕ.
Η κατά κεφαλήν κατανάλωση για δεκατρία κράτη-μέλη βρίσκεται μεταξύ του μέσου όρου της ΕΕ και του 25% κάτω. Στην Ιταλία, την Κύπρο, την Ιρλανδία, την Ισπανία και τη Λιθουανία, τα επίπεδα ήταν 10% ή λιγότερο κάτω από τον μέσο όρο της ΕΕ, ενώ στην Τσεχία, την Πορτογαλία και τη Μάλτα ήταν μεταξύ 10% και 20% χαμηλότερα. Στην Πολωνία, τη Σλοβενία, τη Σλοβακία και την Ελλάδα η κατά κεφαλήν κατανάλωση κυμαινόταν μεταξύ 20% και 25% χαμηλότερα.
Όσον αφορά το κατά κεφαλήν ακαθάριστο εγχώριο προϊόν (ΑΕΠ), ένα μέτρο της οικονομικής δραστηριότητας, παρουσιάζει επίσης σημαντικές διαφορές μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ. Το 2018, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ, εκφρασμένο σε αγοραστική δύναμη, κυμαινόταν μεταξύ του 50% του μέσου όρου της ΕΕ στη Βουλγαρία και 254% στο Λουξεμβούργο. Έντεκα κράτη μέλη κατέγραψαν υψηλότερο επίπεδο κατά κεφαλήν ΑΕΠ του μέσου όρου της ΕΕ το 2018.