search icon

Ευρώπη

Τα 5+1 μαθήματα από την παταγώδη αποτυχία των Trussonomics (tweet)

Πήραν το όνομά τους από την Λιζ Τρας και μετά την παρουσίαση των Trussonomics η Μεγάλη Βρετανία κινδύνεψε με μία κρίση χρέους που απείλησε τα ίδια τα θεμέλια της οικονομίας της - Δηλώνει προσηλωμένη στο σύστημα triple lock και επιμένει σε αυτό

pixabay

Στη Μεγάλη Βρετανία, χρησιμοποιούν την έκφραση “U-turn”. Αν και κυριολεκτικά σημαίνει «αναστροφή» ή «επιτόπου στροφή», στη μεταφορική της χρήση για την τύχη των Trussonomics η πλησιέστερη απόδοση στα ελληνικά είναι «κωλοτούμπα».

Όμως ακόμα και η έκφραση “U-turn” δεν είναι ικανή να αποδώσει αυτό που συνέβη στη Μεγάλη Βρετανία τα τελευταία 24ωρα, υποστηρίζει ο οικονομικός συντάκτης του BBC Faisal Islam, στο άρθρο του μετά την παρουσίαση των νέων σχεδίων του βρετανικού υπουργείου Οικονομικών.

«Ίσως χρειαζόμαστε μία νέα ορολογία» σημειώνει ο Faisal Islam. «Η αναστροφή υποδηλώνει έναν ελεγχόμενο ελιγμό. Αυτό που είδαμε είναι σαν ένα φορτηγό που προσπαθεί να στρίψει τραβώντας χειρόφρενο» έγραψε χαρακτηριστικά.

1. Δεν υπάρχουν εύκολες λύσεις, ειδικά όταν χρωστάς

Θεωρητικά, η λογική του «μίνι προϋπολογισμού» του Kwasi Kwarteng (μείωση των φόρων για να πριμοδοτηθεί η ανάπτυξη ) δεν ήταν λανθασμένη. Όμως, όταν οι ταμειακές ροές δεν εξαρτώνται μόνο από τις αγαθές κυβερνητικές προθέσεις, αλλά και από τα πορτοφόλια των επενδυτών (όπως σε κάθε ανεπτυγμένη οικονομία), τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά.

Το βρετανικό οικονομικό επιτελείο δεν είχε φροντίσει να εξασφαλίσει άλλες πηγές για τα χρήματα που θα έχανε από τη μείωση της φορολογίας. Και η υπόσχεση της επερχόμενης ανάπτυξης δεν ήταν αρκετή.

Με τη βρετανική οικονομία να έχει ήδη εκτεθεί υπερβολικά σε δανεισμό, για να χρηματοδοτήσει τις δαπάνες των πακέτων στήριξης κατά την πανδημική κρίση (το 2021–2022, το βρετανικό χρέος έφτασε στο 97% του ΑΕΠ, το υψηλότερο επίπεδο των τελευταίων 60 ετών), το επιτελείο της Τρας υπερτίμησε την εμπιστοσύνη των αγορών, οι οποίες βλέποντας «το λογαριασμό» των Trussonomics άρχισαν να αμφιβάλλουν για το αν το βρετανικό κράτος θα μπορέσει να ανταπεξέλθει στις υποχρεώσεις του. Λογικό, αφού ο «μίνι προϋπολογισμός» θα αύξανε το δανεισμό του βρετανικού κράτους στα 194 δισεκατομμύρια λίρες το 2022 και τις δαπάνες για τόκους χρέους σε £103 δισεκατομμύρια το 2023-24 (πηγή: βρετανικό Ινστιτούτο Δημοσιονομικών Μελετών, IFS).

2. Ο ρόλος των ανεξάρτητων αρχών

Τα Trussonomics επιδίωκαν να αναθερμάνουν την οικονομική ανάπτυξη δίνοντας τόνωση στην πλευρά της προσφοράς. «Δεν ανακοίνωσαν απλώς ένα μεγάλο πακέτο τόνωσης σε μια εποχή χαμηλής ανεργίας και έξαρσης του πληθωρισμού» τονίζει ο αναλυτής John Cassidy στο New Yorker «απέλυσαν επίσης τον ανώτατο δημόσιο υπάλληλο στο Υπουργείο Οικονομικών, ο οποίος πιθανότατα θα είχε διατυπώσει κάποιες αντιρρήσεις, και αρνήθηκαν να επιτρέψουν στο ανεξάρτητο Γραφείο Υπευθυνότητας Προϋπολογισμού (OBR) να αξιολογήσει την πρότασή τους. Μέσα από έναν συνδυασμό ιδεολογικής ζέσης, αβάσιμης αλαζονείας και καθαρής ανικανότητας, η πρωθυπουργός και ο πρώην υπουργός έχασαν την εμπιστοσύνη των αγορών, με καταστροφικά αποτελέσματα» καταλήγει ο Cassidy.

3. Η πραγματική ανεξαρτησία της Κεντρικής Τράπεζας

Όταν κράτη- μέλη της Ευρωζώνης αντιμετωπίζουν οικονομικές δυσκολίες, οι ευρωσκεπτικιστές σπεύδουν να υποστηρίξουν ότι αν είχαν ανεξαρτησία στην άσκηση νομισματικής πολιτικής θα μπορούσαν πιο εύκολα να ξεπεράσουν τις δυσκολίες.

Η περίπτωση των Trussonomics έδειξε ότι τους περιορισμούς αυτού του επιχειρήματος, κυρίως όταν η ανεξαρτησία δεν τίθεται σε εισαγωγικά.

Η Τράπεζα της Αγγλίας (ΒΟΕ) πράγματι, παρενέβη πρόσκαιρα για να «ηρεμήσει» τις αγορές και να αναχαιτίσει την κατρακύλα της βρετανικής λίρας. Όμως, το έκτακτο πρόγραμμα αγορών τίτλων της ΒΟΕ τερματίστηκε εντός δύο εβδομάδων, υπό το φόβο περαιτέρω επιδείνωσης μίας ήδη κακής κατάστασης.
Έκτοτε, η λίρα συνέχισε την καθοδική της πορεία και οι πιέσεις στα gilts συνεχίστηκαν.

Η BOE αρνήθηκε επίσης να προσαρμόσει την πολιτική επιτοκίων στις προσδοκίες της κυβέρνησης, ενώ ξεκαθάρισε ότι δεν πρόκειται να καθυστερήσει τις πωλήσεις ομολόγων για να αφαιρέσει μέρος της πίεσης από τους βρετανικούς κρατικούς τίτλους.

4. Οι καταναλωτές θα πληρώσουν αργά ή γρήγορα τον ενεργειακό λογαριασμό

Ένας από τους παράγοντες που επιβάρυναν εξαιρετικά το πακέτο Kwarteng ήταν το κόστος των μέτρων στήριξης νοικοκυριών και επιχειρήσεων για την αντιμετώπιση της ενεργειακής κρίσης (Energy Price Guarantee). Μόλις πριν από περίπου ένα μήνα, η Λιζ Τρας διαβεβαίωνε τους Βρετανούς πολίτες ότι «κανένα μέσο νοικοκυριό δεν θα πληρώσει πάνω από 2.500 στερλίνες το χρόνο για ηλεκτρικό ρεύμα και φυσικό αέριο τα επόμενα δύο χρόνια.». Τώρα, η κυβέρνηση παραδέχεται ότι αυτό πρακτικά δεν είναι εφικτό και η στήριξη θα διαρκέσει μέχρι τον Απρίλιο. Στη συνέχεια θα αναθεωρηθεί.

«Ενώ η μεγάλης κλίμακας- μη στοχευμένη υποστήριξη για τα νοικοκυριά αυτό το χειμώνα ήταν ίσως αναπόφευκτη» σημειώνει το Ινστιτούτο Δημοσιονομικών Μελετών (IFS) «πρέπει να κάνουμε ό,τι είναι δυνατόν για να εφαρμόσουμε ένα καλύτερα σχεδιασμένο, καλύτερα στοχευμένο και λιγότερο δαπανηρό σύστημα το επόμενο έτος. Ακόμη και ένα ελαφρώς λιγότερο γενναιόδωρο πρόγραμμα θα μπορούσε να εξοικονομήσει δισεκατομμύρια» υπογραμμίζει το IFS.

Σύμφωνα με τις πληροφορίες η βρετανική κυβέρνηση εξετάζει τη γερμανική προσέγγιση ότι θα επιδοτούνται τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις που πετυχαίνουν μείωση της ενεργειακής κατανάλωσης.

5. Η απαραίτητη λιτότητα

Όσο και να προσπάθησαν να την αποφύγουν, τελικά οι Βρετανοί θα χρειαστεί να υποστούν τη δυσάρεστη εμπειρία της λιτότητας. Πρακτικά αυτό μεταφράζεται σε μία σειρά περικοπών, που η βρετανική κυβέρνηση καλείται να αποφασίσει μέχρι τα τέλη του μήνα, για να κλείσει τις εναπομείνασες τρύπες του βρετανικού προϋπολογισμού. Οι εκτιμήσεις για το ύψος τους ποικίλλουν, σίγουρα πάντως δεν είναι κάτω από 30 δισεκατομμύρια στερλίνες.

Με εξαίρεση τους τομείς υγείας και άμυνας, όλες οι υπόλοιπες δημόσιες υπηρεσίες μπαίνουν «στο στόχαστρο», μαζί με τα επιδόματα που λαμβάνει μία σειρά χαμηλόμισθων.

6. Νέα προβλήματα, παλιές ιδέες

Η Μεγάλη Βρετανία βρίσκεται αντιμέτωπη με πρωτοφανείς καταστάσεις, αλλά οι «συνταγές» που έχει στη διάθεσή της η ηγεσία για να ξεπεράσει τα προβλήματα έχουν γεννηθεί σε πολύ διαφορετικές συνθήκες. Αυτό επισημαίνει το βρετανικό Εθνικό Ινστιτούτο Οικονομικών και Κοινωνικών Ερευνών (National Institute of Economic and Social Research, NIESR), που προειδοποιεί: «Το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι ότι η χώρα αντιμετωπίζει μια σειρά από ζητήματα μακροοικονομικής φύσης: στάσιμους πραγματικούς μισθούς, μείωση των εμπορικών συναλλαγών, χαμηλές επενδύσεις, μείωση της παραγωγικότητας, κλιμάκωση του πληθωρισμού, στενότητα στην αγορά εργασίας, διογκούμενο δημόσιο χρέος και χρέος των νοικοκυριών αλλά και διόγκωση του ισολογισμού της κεντρικής τράπεζας.».

«Ελλείψει ερευνητικής βάσης, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής δίνουν υπερβολική έμφαση σε κύκλους στενών φίλων, των οποίων οι ιδέες δεν υπόκεινται πάντα σε ακαδημαϊκό ή δημόσιο έλεγχο» καταλήγει ο διευθυντής του NIESR, Jagjit Chadha.

Προφανώς, το γεγονός ότι καμία χώρα δεν αποτελεί «νησί» στις διεθνείς αγορές δεν χρειάζεται ξεχωριστής αναφοράς. Οι πιέσεις στα gilts προκάλεσαν ένα ντόμινο ανατιμήσεων στο κόστος δανεισμού, ακόμα και για τα αμερικανικά και γερμανικά ομόλογα. Ήταν τότε που, όπως μετέδωσε το Bloomberg, το υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ ζήτησε από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο να πιέσει τη βρετανική κυβέρνηση για να «θάψει» τα Trussonomics.

Διαβάστε ακόμη:

Φυσικό αέριο: Το ιβηρικό πλαφόν αποδίδει – Συνεχίζεται η πτώση στις τιμές χονδρικής

Ηλεκτρικό ρεύμα: Έφυγε η ρήτρα αναπροσαρμογής και «ξεφούσκωσαν» οι λογαριασμοί – Παραδείγματα

ΔΕΣΦΑ: Ενδιαφέρον από την Ουκρανία για πρόσβαση στη Ρεβυθούσα – Εγκαινιάστηκε νέα υποδομή φόρτωσης

Exit mobile version