Τον περασμένο μήνα το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο σε μία απόφαση-σταθμό ενέκρινε το νέο πλαίσιο για την αυστηροποίηση του συστήματος ασύλου, έπειτα από μία δεκαετία πολιτικής διαμάχης. Ωστόσο υπήρξαν και αρκετοί που επέκριναν το νέο πλαίσιο, τόσο από τα αριστερά όσο και από τα δεξιά του πολιτικού φάσματος.
Σύμφωνα με τη Deutsche Welle, μη κυβερνητικές οργανώσεις και βουλευτές φίλα προσκείμενοι στην Αριστερά υποστηρίζουν ότι οι νέοι κανονισμοί θα υπονομεύσουν το δικαίωμα ασύλου, καθώς και ότι καμία πτυχή του πλαισίου δεν πρόκειται να αποτρέψει τους μετανάστες από το να επιχειρήσουν το επικίνδυνο ταξίδι προς την ΕΕ μέσω της Μεσογείου. Η ακροδεξιά από την άλλη πλευρά ισχυρίζεται πως οι μεταρρυθμίσεις δεν είναι αρκετά αυστηρές και ως εκ τούτου δεν θα μπορέσουν να επιτύχουν τον σκοπό για τον οποίο πραγματικά σχεδιάστηκαν, δηλαδή να μειώσουν τις μεταναστευτικές ροές προς την Ένωση.
Άμεσες αντιδράσεις από Βαρσοβία και Βουδαπέστη
Αντιστοίχως αρνητική, όπως και άμεση, ήταν και η αντίδραση του Πολωνού πρωθυπουργού Ντόναλντ Τουσκ, ο οποίος δήλωσε πως δεν θα εφαρμόσει το μέρος της συμφωνίας που απαιτεί από τα κράτη-μέλη να συμμετέχουν στη μετεγκατάσταση των προσφύγων σε άλλες περιοχές της ΕΕ, με απώτερο σκοπό την πιο δίκαιη κατανομή τους. «Θέλω να ξεκαθαρίσω ότι η Πολωνία δεν πρόκειται να δεχθεί παράνομους μετανάστες στο πλαίσιο οποιουδήποτε μηχανισμού», έγραψε ο Τουσκ στο X.
Εξίσου αρνητική ήταν και η τοποθέτηση του Ούγγρου πρωθυπουργού Βίκτορ Όρμπαν στο X: «Η συμφωνία για τη μετανάστευση αποτελεί ένα ακόμη καρφί στο φέρετρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η ενότητα είναι νεκρή και δεν υπάρχει πλέον ασφάλεια στα σύνορα. Η Ουγγαρία δεν πρόκειται να υποκύψει ποτέ στην τρέλα της μαζικής μετανάστευσης».
«Μόνο η αρχή»
Σε κάθε περίπτωση, όπως τόνισε και η Νικόλ Ντε Μοορ, υπουργός Μετανάστευσης του Βελγίου, ο δρόμος είναι ακόμη μακρύς – η ολοκλήρωση της συμφωνίας ήταν «μόνο η αρχή».
Το νέο κανονιστικό πλαίσιο, που είχε προταθεί αρχικά από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή τον Σεπτέμβριο του 2020, πρόκειται να τεθεί σε ισχύ έως το 2026. Κατά τη διετία αυτή τα κράτη-μέλη θα πρέπει να ενσωματώσουν το νέο πλαίσιο στις εθνικές νομοθεσίες τους.
Εδώ έγκειται και το μεγαλύτερο διακύβευμα τους ζητήματος, όπως επισημαίνει στην DW η Καμίλ Λε Κοζ από το Ευρωπαϊκό Ινστιτούτο Μεταναστευτικής Πολιτικής: «Το ερώτημα-κλειδί είναι το εξής: Θα μπορέσουμε να διασφαλίσουμε πως […] το περίπλοκο αυτό σύστημα, που υποτίθεται ότι θα εφαρμοστεί μέσα στα επόμενα δύο χρόνια, θα αλλάξει πράγματι την παρούσα διαχείριση των μεταναστευτικών ροών;»
Πολλές οι απαιτούμενες μεταρρυθμίσεις
Πάντως ακόμη και τα κράτη-μέλη που είναι πρόθυμα να υλοποιήσουν στο σύνολό τους τις νέες μεταρρυθμίσεις, έχουν πολλή δουλειά να κάνουν. Υπό το νέο πλαίσιο οι αιτούντες άσυλο θα πρέπει να περνούν από διεξοδικό έλεγχο εντός επτά ημερών από την άφιξή τους στην ΕΕ. Τα στοιχεία τους θα καταχωρούνται στην ευρωπαϊκή βάση δεδομένων Eurodac, η οποία θα επεκτείνεται διαρκώς με νέα βιομετρικά δεδομένα. Μέσα στην ίδια εβδομάδα ο μετανάστης θα κατατάσσεται σε μία από τις δύο διαφορετικές διαδικασίες για την επεξεργασία της αίτησής του.
Με τη νέα, ταχύτερη διαδικασία οι μετανάστες από χώρες με ποσοστό αναγνώρισης χαμηλότερο του 20%, όπως η Ινδία, το Πακιστάν ή το Μαρόκο, θα μπορούν να κρατούνται στα σύνορα έως και 12 εβδομάδες, σε κέντρα κράτησης που θα υπάρχουν στην Ελλάδα, την Ιταλία, τη Μάλτα, την Ισπανία, την Κροατία και την Κύπρο. Όταν απορρίπτεται η αίτηση ασύλου ενός μετανάστη, αυτός θα απελαύνεται απευθείας από τα εξωτερικά σύνορα της ΕΕ είτε προς τη χώρα προέλευσής του είτε ενδεχομένως προς κάποια τρίτη χώρα που θεωρείται ως ασφαλής από την ΕΕ.
Η κατά πάσα πιθανότητα συντριπτική πλειοψηφία των αιτούντων άσυλο θα περνάει από τη συνήθη διαδικασία, η οποία αναμένεται να επιταχυνθεί, ενώ τα παιδιά θα τυγχάνουν ειδικής μεταχείρισης – τα κράτη θα υποχρεούνται να διασφαλίζουν μέσω ανεξάρτητων εποπτικών μηχανισμών ότι τα δικαιώματα των παιδιών προστατεύονται.
Διαβάστε περισσότερα στη Deutsche Welle