Μια δύσκολη και μακρά διαπραγμάτευση ξεκινάει στις Βρυξέλλες για την αναμόρφωση του Συμφώνου Σταθερότητας, των κανόνων που «απαγορεύουν» τα μεγάλα ελλείμματα στους κρατικούς προϋπολογισμούς των χωρών της Ε.Ε. και βάζουν όριο 60% του ΑΕΠ στο δημόσιο χρέος.
Η συζήτηση ξεκινά αύριο στο συμβούλιο υπουργών Οικονομικών της Ευρωζώνης (Eurogroup) και παρόλο που όλοι συμφωνούν ότι η αναμόρφωση είναι αναγκαία, είναι βέβαιο ότι θα υπάρξουν πολλές και μεγάλες διαφωνίες για το περιεχόμενο των αλλαγών.
Οι κανόνες του Συμφώνου, που έχουν επικριθεί ως κανόνες ισοπεδωτικής λιτότητας, έχουν τεθεί σε αναστολή λόγω της πανδημίας μέχρι το τέλος του 2022 για να πραγματοποιηθούν οι τεράστιες δημόσιες δαπάνες για την πανδημία, αλλά ουδείς πλέον πιστεύει ότι είναι δυνατόν να επανέλθουν σε ισχύ.
Είναι ενδεικτικό ότι ο Κλάους Ρέγκλινγκ, που σήμερα είναι πρόεδρος του ESM και υπήρξε ο «αρχιτέκτονας» του Συμφώνου στη δεκαετία του 1990, ως υψηλόβαθμος υπάλληλος του γερμανικού υπουργείου Οικονομικών τότε, δηλώνει σήμερα ότι οι κανόνες χρειάζονται αναμόρφωση.
Ο ίδιος σε συνέντευξή του στο Spiegel είπε προ ημερών ότι τα επιτόκια είναι χαμηλότερα σήμερα σε σχέση με 30 χρόνια πριν και επομένως το χρέος μπορεί να είναι μεγαλύτερο χωρίς να δημιουργεί πίεση στον προϋπολογισμό.
Λίγες ημέρες αργότερα δημοσιεύτηκε έκθεση του ESM η οποία προτείνει να διατηρηθεί ανέπαφο το όριο του 3%, αλλά το όριο για το χρέος να ανέβει στο 100% του ΑΕΠ, από 60% που είναι σήμερα.
Αλλαγές ζητούν και οι χώρες του Νότου, ωστόσο χώρες όπως η Ολλανδία και η Αυστρία, αλλά και ο αντιπρόεδρος της Κομισιόν, Λετονός Βάλντις Ντομπρόβσκις, υποστηρίζουν ότι οι κανόνες λειτούργησαν καλά στο παρελθόν και δεν χρειάζονται αλλαγές, καθώς υπάρχει ήδη ένα ικανοποιητικό περιθώριο ευελιξίας.
Ουδείς βέβαια αμφισβητεί τον πυρήνα και τη λογική του Συμφώνου Σταθερότητας, που είναι ότι οι χώρες μέλη πρέπει να διατηρούν δημοσιονομική πειθαρχία, έτσι ώστε να εξασφαλίζεται η σταθερότητα του ευρώ.
Με βάση τους σημερινούς κανόνες, τα κράτη μέλη υποβάλλουν κάθε χρόνο στα μέσα Οκτωβρίου προς έγκριση τα προσχέδια κρατικού προϋπολογισμού στην Κομισιόν, η οποία έχει το δικαίωμα να ζητήσει διορθώσεις, ακόμα και να επιβάλει κυρώσεις και πρόστιμα σε περίπτωση μη συμμόρφωσης.
Είναι δηλαδή βέβαιο ότι η όποια ευελιξία δοθεί για τις δημόσιες δαπάνες θα συνοδεύεται από ευρωπαϊκή εποπτεία και ελέγχους, όπως ήδη προβλέπεται.
Στη συζήτηση, μάλιστα, επανέρχονται και σχέδια για διμερείς συμφωνίες της Κομισιόν με κάθε κράτος μέλος ξεχωριστά, εν είδει μνημονίων, τα οποία θα περιγράφουν τα περιθώρια δημοσιονομικής ευελιξίας αλλά ταυτόχρονα και το πλαίσιο της οικονομικής πολιτικής που θα πρέπει να τα συνοδεύουν. Κάτι αντίστοιχο με το σύστημα που υιοθετήθηκε για τα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης, τα οποία διοχετεύονται με βάση το εθνικό σχέδιο που συμφωνεί κάθε χώρα με την Κομισιόν.
Επομένως είναι πολύ πιθανόν ότι στο νέο τοπίο θα ενισχυθεί έτι περαιτέρω ο ρόλος της Κομισιόν, ενώ είναι βέβαιο ότι θα διεκδικήσει ισχυρό ρόλο και ο ESM.
Είναι γεγονός πάντως ότι υπάρχει γενική αποδοχή της άποψης ότι τα κράτη πρέπει τα επόμενα χρόνια να εξασφαλίσουν δημοσιονομική ευελιξία ώστε να μπορούν να πραγματοποιήσουν δαπάνες για δημόσιες επενδύσεις και άλλα μέτρα τόνωσης της οικονομικής δραστηριότητας σε «δύσκολες» συγκυρίες, όπως αυτή του κορωνοϊού.
Οι δημόσιες επενδύσεις στην «πράσινη» και την ψηφιακή μετάβαση είναι οι πρώτες υποψήφιες για εξαίρεση από τα ελλείμματα, αλλά δεν είναι ακόμη σαφές πώς θα μπορούσε να γίνει κάτι τέτοιο.
Οι δημόσιες δαπάνες στο πλαίσιο της κλιματικής αλλαγής κρίνονται αναγκαίες σε υποδομές και άλλες δράσεις οι οποίες δεν είναι κερδοφόρες και επομένως δεν προσελκύουν ιδιωτικά κεφάλαια. Απαραίτητα θα είναι επίσης κρατικά μέτρα στήριξης των πιο αδύναμων κοινωνικών στρωμάτων ώστε να μπορέσουν να καλύψουν το κόστος της μετάβασης και να επωφεληθούν (π.χ. επιδοτήσεις για ηλεκτρικά αυτοκίνητα που είναι πανάκριβα).
Καθοριστικό ρόλο θα παίξει η στάση της νέας, υπό σύσταση γερμανικής κυβέρνησης. Τα τρία κόμματα που θα συμμετέχουν στον συνασπισμό (Σοσιαλδημοκράτες, Πράσινοι, Φιλελεύθεροι) έχουν συμφωνήσει ότι θα πρέπει να στηρίξουν την «πράσινη» και την ψηφιακή μετάβαση με δημόσιες δαπάνες, πιθανώς μέσα από την Κρατική Αναπτυξιακή Τράπεζα (KfW) ή άλλη δημόσια αρχή.
Ένα σχήμα δηλαδή που μοιάζει, σε ευρωπαϊκή αναλογία, με εκείνο του Ταμείου Ανάκαμψης, το οποίο θα μπορούσε να αποκτήσει μόνιμο χαρακτήρα για να καλύψει τις ανάγκες των δημοσίων δαπανών.
Το Ινστιτούτο Bruegel πρόσφατα υπολόγισε ότι για να επιτευχθούν οι στόχοι της Ε.Ε. για την μείωση των ρύπων, θα χρειαστούν πρόσθετες δημόσιες επενδύσεις της τάξης του 0,5 έως 1% του ΑΕΠ στην Ε.Ε. κάθε χρόνο την επόμενη δεκαετία. Και πρότεινε να εξαιρεθούν οι σχετικές δαπάνες από τον υπολογισμό του ελλείμματος.
Ωστόσο, δεν υπάρχει συμφωνία για το εάν θα πρέπει οι εξαιρέσεις να γίνονται μέσα στο πλαίσιο των υφιστάμενων κανόνων, ή εάν θα πρέπει οι τελευταίοι να αλλάξουν.
Η δεύτερη επιλογή σημαίνει ότι θα πρέπει να αλλάξει η σχετική νομοθεσία, η οποία σε μεγάλο μέρος θα πρέπει να εγκριθεί και από τα εθνικά κοινοβούλια.
Διαβάστε ακόμα:
Ανάκαμψη τύπου V της ελληνικής οικονομίας – Φόβοι για «φρένο» από την ακρίβεια
Η Λουξ μπαίνει στην αγορά εμφιαλωμένου νερού μέσω της Δίρφυς