Η σημερινή συνεδρίαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας δεν είναι μόνο η τελευταία για το 2020 αλλά ίσως και η κρισιμότερη, καθώς η Κριστίν Λαγκάρντ αναμένεται να ανακοινώσει νέα δέσμη μέτρων για τη στήριξη της ευρωπαϊκής οικονομίας στο πλαίσιο της προγραμματισμένης συνεδρίασης της ΕΚΤ για τον καθορισμό της νομισματικής πολιτικής.
Το οικονομικό βάρος της υγειονομικής κρίσης στα ευρωπαϊκά κράτη –ειδικά εν μέσω επέλασης του δεύτερου κύματος της πανδημίας που οδήγησε στην ευρεία εφαρμογή περιοριστικών μέτρων- είναι αυτό που καθορίζει κυρίως την κρισιμότητα των σημερινών αποφάσεων. Υπάρχουν βεβαίως κι άλλοι παράγοντες που διαμορφώνουν ένα σύνθετο σκηνικό για την οικονομία της Γηραιάς Ηπείρου, όπως η πολύπαθη συμφωνία με τη Μ. Βρετανία για τη μετά Brexit εποχή και οι διαπραγματεύσεις για το Ταμείο Ανάκαμψης.
Μάλιστα, η σημασία του τελευταίου έχει επισημανθεί πολλάκις από την επικεφαλής της ΕΚΤ, Κριστίν Λαγκάρντ.
Ποια μέτρα προεξοφλούν οι αναλυτές
Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης του Οκτωβρίου, η Κριστίν Λαγκάρντ ανέφερε ότι η ΕΚΤ στη σημερινή της συνεδρίαση θα κάνει μία εκ νέου αποτίμηση των εργαλείων που διαθέτει, με σκοπό να αρθεί στο ύψος των περιστάσεων και να ανταποκριθεί στην παρούσα κατάσταση.
Μετά και τις εξαγγελίες της επικεφαλής της ΕΚΤ, χρηματαγορές και αναλυτές έχουν προεξοφλήσει ότι θα επεκτείνει το τεράστιο πρόγραμμα στήριξης της ευρωπαϊκής οικονομίας.
Υπενθυμίζεται ότι η ανταπόκριση της ΕΚΤ ήταν πολύ γρήγορη στην ύφεση που προκάλεσε η πανδημία, εφαρμόζοντας ένα γενναίο πρόγραμμα αγοράς ομολόγων ύψους 1,35 τρισ. δολαρίων, στο οποίο συμπεριελήφθησαν για πρώτη φορά κρατικά ομόλογα που στερούνται επενδυτικής διαβάθμισης, όπως τα ελληνικά.
Επιπλέον, σε περίπτωση που κατά τη διάρκεια του προγράμματος κάποιοι τίτλοι υποβαθμιστούν, η ΕΚΤ δεσμεύεται να τους διατηρήσει στο ενεργητικό της.
Στο πλαίσιο αυτό, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα αναμένεται να παρατείνει το υφιστάμενο πρόγραμμα τουλάχιστον έως την εκπνοή του 2021, ούτως ώστε να διατηρήσει τις ευνοϊκές συνθήκες των διεθνών κεφαλαιαγορών.
Οι αναλυτές προβλέπουν πως η ΕΚΤ θα αυξήσει το επείγον πρόγραμμα πανδημίας κατά 500-600 δισ. ευρώ, ώστε να δώσει τη δυνατότητα αγοράς τίτλων πέραν του πρώτου εξαμήνου του 2021. Ορισμένοι ειδικοί, όπως αναφέρεται σε έκθεση της Citi, πιθανολογούν την επέκταση του προγράμματος μέχρι τον Ιούνιο του 2022.
Στην ουσία κάνουν λόγο για αγορά έως και του 70% όλων των ομολόγων που θα εκδοθούν από τα μέλη της Ευρωζώνης το 2021. Οι εξελίξεις στο μέτωπο του εμβολιασμού εκτιμούν ότι δεν θα επηρεάσουν την έκτακτη πολιτική αγοράς ομολόγων.
Επιπροσθέτως, οι ειδικοί εκτιμούν ότι η ΕΚΤ δεν θα προχωρήσει σε δυνητική αυστηροποίηση των προδιαγραφών για τη χρηματοδότηση των τραπεζών, εγκαινιάζοντας μάλιστα τρία επιπλέον προγράμματα στοχευμένης μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης (TLTROs) το επόμενο έτος.
Το μέτρο αυτό αφορά τον δανεισμό χρημάτων σε τράπεζες με πολύ χαμηλά επιτόκια, ώστε να χρηματοδοτηθούν οι επιχειρήσεις μέσω πιστώσεων. Το υφιστάμενο πρόγραμμα τραπεζικών αναχρηματοδοτήσεων χαμηλότατου κόστους λήγει τον Μάρτιο, αλλά η διάρκεια ισχύος του θα παραταθεί.
Με βάση τα παραπάνω καθίσταται σαφές ότι μέτρα αυτά έχουν βραχυπρόθεσμο χαρακτήρα, η ΕΚΤ όμως καλείται να κοιτάξει πιο μακριά και να μην αφήσει στην άκρη το μεσοπρόθεσμο στόχο της, για άνοδο του πληθωρισμού, ο οποίος παραμένει στάσιμος σε όλη τη διάρκεια της πανδημίας.
Σύμφωνα μάλιστα με πρόσφατη συνέντευξη του αντιπροέδρου της ΕΚΤ, Λουίς Ντε Γκίντος, η Τράπεζα αναμένει ότι ο ευρωπαϊκός πληθωρισμός θα είναι αρνητικός για το υπόλοιπο του έτους προτού αυξηθεί ξανά στο 1% το 2021.
Η άνοδος του ευρώ
Η αύξηση της συναλλαγματικής ισοτιμίας ευρώ-δολαρίου προκαλεί πονοκέφαλο στην ΕΚΤ καθώς στόχος της είναι να ενισχύσει τον πληθωρισμό.
Όπως σημειώνει το Bloomberg, το ευρώ έχει αυξηθεί κατά 8% έναντι του αμερικανικού νομίσματος φέτος και αναμένεται να παραμείνει ισχυρό προς το παρόν. Η υψηλή συναλλαγματική ισοτιμία μπορεί να μειώσει την «όρεξη» για αγορές από το εξωτερικό, γεγονός που επηρεάζει την αύξηση των τιμών καταναλωτή.
Έτσι, ανάμεσα στα βραχυπρόθεσμα προβλήματα, η ΕΚΤ έχει επίσης ένα ακόμη πιο δύσκολο έργο να αντιμετωπίσει: να επιστρέψει τον πληθωρισμό στον στόχο της κοντά σε αλλά κάτω του 2%. Οι προοπτικές για τον ρυθμό αύξησης του πληθωρισμού αποτελούν άλλη μία σημαντική πτυχή της σημερινής συνεδρίαση του Διοικητικού Συμβουλίου.
Όλα τα εργαλεία στο τραπέζι
Η επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Κριστίν Λαγκάρντ, μιλώντας πριν από λίγες ημέρες στο φόρουμ των Κεντρικών Τραπεζών είχε αφήσει να εννοηθεί ότι οι νέες παρεμβάσεις της ΕΚΤ δεν θα περιοριστούν μόνο στα δύο «εργαλεία» -της αγοράς ομολόγων μέσω του προγράμματος PEPP και της παροχής ρευστότητας στις τράπεζες μέσω του ΤLTRO. Σε αντίστοιχες δηλώσεις προχώρησαν μάλιστα και ο επικεφαλής οικονομολόγος της ΕΚΤ Φίλιπ Λέιν αλλά και ο Έλληνας κεντρικός Τραπεζίτης Γιάννης Στουρνάρας όταν ρωτήθηκε από το CNBC.
Το αν τελικά το Διοικητικό Συμβούλιο επιφυλάσσει εκπλήξεις, αυτό θα το διαπιστώσουμε εντός ολίγων ωρών.
Πάντως, σε πρόσφατη έρευνα ανάμεσα σε 33 κορυφαίους οικονομολόγους του Bloomberg κανένας δεν σημείωσε ως πιθανό σενάριο τη μείωση των επιτοκίων από την ΕΚΤ.
Το δημόσιο χρέος ξανά στο προσκήνιο
Η αύξηση του δημόσιου χρέους στις χώρες της Ευρωζώνης ως απόρροια του ξαφνικού παγώματος της οικονομικής δραστηριότητας, φέρνει στο τραπέζι των συζητήσεων της ΕΚΤ μια σειρά από προτάσεις που αφορούν την ελάφρυνσή του.
Ειδικότερα το ενδιαφέρον επικεντρώνεται στο δημόσιο χρέος που έχει συσσωρευτεί και αναμένεται να αυξηθεί περαιτέρω κατά την περίοδο της πανδημίας και το οποίο εκτιμάται γύρω στα 3-5 τρισ. ευρώ.
Όμως τι μπορεί να κάνει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα γι’ αυτό; Τα περιθώρια παρεμβάσεων της σ’ αυτό το πεδίο δράσης είναι περιορισμένα.
Στην Ιταλία έχει αναπτυχθεί ένα κίνημα υπέρ της διαγραφής του χρέους της πανδημίας, το οποίο, όπως έχει ήδη αναφέρει το Newmoney ευνοεί και την Ελλάδα. Ωστόσο, τόσο η κ. Λαγκάρντ, όσο και άλλοι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι απορρίπτουν αναφανδόν αυτό το ενδεχόμενο. Επισημαίνουν μάλιστα ότι μια τέτοια κίνηση απάδει προς τις Ευρωπαϊκές συνθήκες.
Υπάρχει όμως κι άλλη μια «ιδέα» στο τραπέζι: αυτή του μακροπρόθεσμου παγώματος του χρέους με τρόπο που να μην επιβαρύνεται συν τω χρόνω η οφειλή των κρατών προς την ΕΚΤ. Το knowhow για μία τέτοια δράση είναι ήδη γνωστό.
Σύμφωνα μάλιστα με την Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών, πρόκειται για μία νόμιμη τεχνική, καθώς οι Κεντρικές Τράπεζες έχουν τη δυνατότητα να εγγράφουν στον ισολογισμό τους αρνητικά στοιχεία αποφασίζοντας οι ίδιες για το επιτόκιό τους.
Εν ολίγοις, οι Τράπεζα θα μπορούσε να μετατρέψει το υφιστάμενο χρέος -όταν αυτό λήξει- σε χρέος στο διηνεκές με μηδενικό ή σχεδόν μηδενικό επιτόκιο.
Όπως ανέφερε χθες σε δημοσίευμά του το CNBC, η Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών έχει επισημάνει στις κεντρικές τράπεζες ότι το να κάνεις πάρα πολλά είναι καλύτερο από το να κάνεις πολύ λίγα.
Τι κερδίζει η Ελλάδα
Η ΕΚΤ μέσω του PEPP έχει τη δυνατότητα να αγοράσει ομόλογα του ελληνικού Δημοσίου ονομαστικής αξίας περίπου 27 δισ. ευρώ σε τιμές αγοράς, σύμφωνα με το ποσοστό κατανομής (2,4715% – eurosystem key) που διαθέτει η χώρα μας.
Στην περίπτωση που ο συνολικός προϋπολογισμός του PEPP αυξηθεί η ΕΚΤ θα δύναται να αγοράσει εντός του 2021 επιπλέον ελληνικά ομόλογα.
Οι περαιτέρω αγορές αναμένεται να διευκολύνουν το Δημόσιο να καλύψει μέσω του δανεισμού τις αυξημένες κρατικές δαπάνες που δημιουργεί η αντιμετώπιση της πανδημίας.
Σημειώνεται ότι το 2020 το Δημόσιο άντλησε από τις αγορές με τις εκδόσεις ομολόγων (έως και τον Οκτώβριο) 12 δισ. ευρώ. Για το 2021 το δανειακό πρόγραμμα εκτιμάται ότι θα κυμανθεί κατ’ ελάχιστον στα φετινά επίπεδα.
Αναφορικά με το πρόγραμμα TLTROs, ας σημειωθεί ότι παρέχει «ενέσεις» ρευστότητας στις ελληνικές τράπεζες και μάλιστα με αρνητικό κόστος. Πρόκειται για μία πρωτόγνωρη διαδικασία για το εγχώριο τραπεζικό σύστημα.
Διαβάστε ακόμη:
Πρόταση για ρύθμιση 120 δόσεων με κούρεμα οφειλών
Ουγγαρία και Πολωνία αποσύρουν το βέτο – Τι κρύβεται πίσω από το επικίνδυνο παιχνίδι τους με την ΕΕ