Είναι αδύνατον να μην προσέξει ο πελάτης τη διαφήμιση: «Έκπτωση 10% για την επόμενη αγορά σας». Με αυτή την υπόσχεση, ή με μία παρόμοια, μεγάλες αλυσίδες σούπερ μάρκετ στη Γερμανία όπως η Lidl, η Rewe και η Penny επιχειρούν να προσδέσουν όλο και περισσότερους καταναλωτές σε Apps δικής τους εμπνεύσεως και σε νέα προγράμματα επιστροφών (cashback) που επιβραβεύουν τους «πιστούς» πελάτες.

«Όλο και περισσότερες προσφορές απευθύνονται αποκλειστικά σε πελάτες που είναι διατεθειμένοι να κατεβάσουν εφαρμογές των σούπερ μάρκετ και να παραχωρήσουν τα στοιχεία τους» εξηγεί ο καθηγητής Οικονομικών Κάρστεν Κόρτουμ. «Όσο για τους υπόλοιπους, ατύχησαν». Ουσιαστικά πρόκειται για ένα δούναι και λαβείν, καθώς οι «πιστοί» πελάτες απολαμβάνουν και άλλα πρόσθετα προνόμια. Μπορεί να έχουν πρόσβαση σε μεγαλύτερη ποικιλία προϊόντων ή να εξασφαλίζουν επιπλέον έκπτωση. Για παράδειγμα, η αλυσίδα εκπτωτικών σούπερ μάρκετ Lidl προσφέρει τη δική της «σοκολάτα Ντουμπάι», ένα γλύκισμα που γίνεται μόδα αυτή την εποχή, με τους χρήστες της Lidl App να πληρώνουν μία τιμή κατά 45% χαμηλότερη σε σχέση με όλους τους υπόλοιπους.

Χάνονται οι παλιές, καλές «προσφορές»;

Κατ’ αυτόν τον τρόπο οι αλυσίδες του λιανεμπορίου συγκεντρώνουν ένα πλήθος στοιχείων, τα οποία τους βοηθούν να αναλύσουν τις προτιμήσεις των πελατών και τελικά να επηρεάσουν πιο αποτελεσματικά την καταναλωτική συμπεριφορά τους. Ήδη σήμερα τέσσερις στους πέντε καταναλωτές χρησιμοποιούν κάποιο πρόγραμμα μπόνους ή cashback.

Άλλωστε, η ιδέα δεν είναι καινούρια. Ένα από τα πρώτα προγράμματα επιβράβευσης είχε παρουσιάσει η IKEA το 1984, με την επωνυμία «Family Card». Σήμερα μόνο η αλυσίδα εκπτωτικών σούπερ μάρκετ Aldi δεν διαθέτει κάποιο πρόγραμμα επιβράβευσης. Ένας από τους λόγους για τη διάδοση των προγραμμάτων αυτών είναι ότι τα τελευταία χρόνια οι τιμές στα τρόφιμα αυξάνονται συνεχώς, με αποτέλεσμα ο καταναλωτής να «κυνηγάει» με μεγαλύτερο ζήλο τις προσφορές και να εντείνεται ο ανταγωνισμός μεταξύ των σούπερ μάρκετ.

Διαβάστε περισσότερα στην Deutsche Welle