Η υπογραφή της επικεφαλής της ΕΚΤ, Κριστίν Λαγκάρντ, στο Έκτακτο Πρόγραμμα Αγοράς Ομολόγων για την Πανδημία (PEPP), μπαίνει στο επίκεντρο της διαφωνίας μεταξύ των κεντρικών τραπεζιτών του Ευρωσυστήματος και μπορεί να δοκιμάσει τη δυνατότητά της να επιβάλλει πειθαρχία στο συμβούλιο της τράπεζας.
Τα μέλη της Εκτελεστικής Επιτροπής της ΕΚΤ, είναι αντιμέτωπα με πιθανό ρήγμα για το κατά πόσο το πρόγραμμα έκτακτης ανάγκης για αγορά ομολόγων θα πρέπει να εστιάζει περισσότερο στις πιο αδύναμες χώρες όπως η Ιταλία, σύμφωνα με πληροφορίες από συζητήσεις που γίνονται μεταξύ αξιωματούχων της κεντρικής τράπεζας.
Αν και η συζήτηση παραμένει θεωρητική για την ώρα, μπορεί να πάρει σάρκα και οστά καθώς η οικονομία αρχίζει να βγαίνει από τη λαίλαπα της πανδημίας. Ο κίνδυνος που υπάρχει είναι ότι τέτοιου είδους τριβές υποσκάπτουν ένα πρόγραμμα που παρουσιάστηκε στο απόγειο της κρίσης, με στόχο να δοθούν διαβεβαιώσεις στους επενδυτές ότι η ΕΚΤ είναι αποφασισμένη να υπερασπιστεί την ακεραιότητα του ευρώ.
Οι διαθέσεις που επικρατούν στο εσωτερικό της ΕΚΤ αντανακλώνται στα αντικρουόμενα σχόλια των διοικητών των κεντρικών τραπεζών της Γερμανίας και της Γαλλίας – των δυο μεγαλύτερων οικονομιών της Ευρωζώνης: του Γερμανού Γενς Βάιντμαν και του Γάλλου Φρανσουά Βιλλερουά ντε Γκαλό. Οι υπόλοιποι τάσσονται ή με τον έναν ή με τον άλλο.
Η προοπτική για διαφωνίες ξυπνά μνήμες από τις διαμάχες που υπήρξαν στην οκταετή θητεία του Μάριο Ντράγκι. Το εργαλείο αγοράς ομολόγων που η ΕΚΤ είχε ανακοινώσει στην πρώτη φάση της κρίσης χρέους της ευρωζώνης αλλά και το επακόλουθο QE αντιμετώπισαν σφοδρές επικρίσεις από τη γερμανική πλευρά.
Στον πυρήνα της τρέχουσας διαφωνίας βρίσκεται η ευελιξία του έκτακτου προγράμματος αγοράς περιουσιακών στοιχείων. Η Λαγκάρντ, στα μέσα Μαρτίου, είχε προαναγγείλει ότι «θα είναι απεριόριστο».
Η ευελιξία του εργαλείου επέτρεψε στην ΕΚΤ να εστιάσει σε Ιταλικά ομόλογα καθώς οι αποδόσεις τους άρχισαν να αυξάνονται και να αποκρούσει την πίεση των αγορών στα ομόλογα της χώρας, η οποία είναι από αυτές που έχουν πληγεί περισσότερο. Έτσι, η ΕΚΤ απέτρεψε την κρίσης χρέους που σχεδόν οδήγησε την Ευρωζώνη στο χείλος της κατάρρευσης το 2012.
Αλλά σήμαινε επίσης παρέκκλιση από έναν κανόνα που διασφαλίζει ότι η ΕΚΤ δε θα παρεκλίνει από μια βασική αρχή της ΕΕ που απαγορεύει στην κεντρική τράπεζα να χρηματοδοτεί κρατικές δαπάνες.
Το λεγόμενο «κεφαλαιακό κλειδί» συνδέει τα προγράμματα ομολόγων με το μέγεθος της κάθε οικονομίας – για παράδειγμα, μπορεί να αγοράσει περισσότερο γερμανικό χρέος από ό,τι ιταλικό, ανεξάρτητα από τις οικονομικές συνθήκες. Η ύπαρξη αυτού του κλειδιού ήταν κομβική για την απόφαση του ανώτατου δικαστήριο της ΕΕ το οποίοι έκρινε ένα ανάλογο πρόγραμμα ως νόμιμο το 2018.
Επιπλέον, ενώ η ΕΚΤ έχει αναφέρει επανειλημμένως ότι το πρόγραμμα είναι προσωρινό, δεσμεύεται παράλληλα να συνεχίσει μέχρι να κρίνει ότι έχει τελειώσει η κρίση του κορωνοϊού, ένας ασαφής όρος που μπορεί να είναι ανοιχτός σε πολλαπλές μεταφράσεις.
Από τη μια ο Γερμανός Γενς Βάιντμαν, πρόεδρος της Bundesbank, θέλει να περιορίσει το πεδίο εφαρμογής του σχεδίου εν μέσω ανησυχίας ότι η υπερβολική χαλάρωση θα μπορούσε να γυρίσει μπούμερανγκ, ενώ ο Γάλλος ομόλογός του, Βιλλερουά ντε Γκαλό, στην Τράπεζα της Γαλλίας υποστηρίζει τη μέγιστη ευελιξία, ώστε να δοθεί στήριξη σε όσους τη χρειάζονται περισσότερο και να πεισθούν οι αγορές για την αποφασιστικότητα της ΕΚΤ.
Σε ομιλία του τον περασμένο μήνα ο Βάιντμαν υποστήριξε ότι οι κυβερνήσεις δεν πρέπει να βασίζονται στην ΕΚΤ για να διατηρήσουν το κόστος χρηματοδότησης για πάντα χαμηλό. Όπως είπε, ο όρος «ευέλικτο» δεν πρέπει να μετατραπεί σε «απεριόριστο»
Πάντως, όπως σημειώνει το Bloomberg, μετά από τις αθρόες αγορές ιταλικών ομολόγων, η εξισορρόπηση του προγράμματος ύψους 1,35 τρισ. ευρώ μέχρι το τέλος των καθαρών αγορών που έχει προγραμματιστεί για τα τέλη Ιουνίου του 2021, θα είναι δύσκολη. Αν επιβληθεί γρήγορη τακτοποίηση, οι ιταλικές αποδόσεις κινδυνεύουν να οδηγηθούν ψηλότερα, επιδεινώνοντας τη βιωσιμότητα του κρατικού χρέους.
Σε κάθε περίπτωση, οι φορείς χάραξης πολιτικής της ΕΚΤ θα συνεδριάσουν ξανά σε δύο εβδομάδες και θα έχουν ακόμα μια ευκαιρία να γεφυρώσουν τις διαφορές τους για το τι θα πρέπει να γίνει, όταν υποχωρήσει η οικονομική κρίση.