Ένα εκτεταμένο συναίσθημα ιλίγγου διατρέχει απ’ άκρου εις άκρον την κοινωνία στην Ιβηρική χερσόνησο, έπειτα από το δημοψήφισμα στην Καταλωνία, συναίσθημα που διαπερνά κάθε μαχητικό ενθουσιασμό, χρόνιο σκεπτικισμό και αθεράπευτε απαισιοδοξίες για την έκβαση της διαιώνιας τούτης αντιπαράθεσης. Η βαρύτητα του διαγγέλματος του βασιλέα Φελίπε, συδαύλισε τους φόβους για μία κλιμάκωση, ενώ το φαινομενικό συνταγματικό αδιέξοδο ενισχύει τα επιχειρήματα όσων από την αρχή πρότειναν έναν διακανονισμό μέσω διαλόγου. Ένα παράθυρο που άφησε ανοικτό και χθες ο πρόεδρος της καταλανικής κυβέρνησης Κάρλες Πουτζντεμόν.
Ούτως η άλλως, η καταλανική κυβέρνηση από την πρώτη στιγμή επεχείρησε να ‘διεθνοποιήσει’ την αντιπαράθεση. Η ισπανική κυβέρνηση, φυσικώ τω λόγω, απορρίπτει μία τέτοια ιδέα, επιμένοντας στην οχύρωσή της πίσω από το νομικο-συνταγματικό οπλοστάσιό της, που από μόνο του δεν μπορεί να συμβάλει στην επίλυση της κρίσης. Από την πλευρά τους οι Βρυξέλλες επ’ ουδενί θέλουν να εμπλακούν σε ένα θέμα που το θεωρούν εσωτερικό ζήτημα της Ισπανίας. Πλείστες είναι όμως εκείνες οι φωνές, τόσο από τα δύο άμεσα εμπλεκόμενα στρατόπεδα, αλλά και από τρίτους χώρους επιρροής στην πολιτική και την κοινωνία, ή την οικονομία, που ορθώνουν τώρα επιτακτικά το αίτημα της διαπραγμάτευσης. Αλλά ποιος, ή ποιοί, θα είναι εκείνοι που μπορούν να δρομολογήσουν και να φέρουν εις πέρας έναν τέτοιον διάλογο;
Από το εξωτερικό, κάλλιστα θα μπορούσε να συμβάλει σε μία προσέγγιση της Ισπανίας με την Καταλωνία η ίδια η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Άλλωστε η Κομισιόν είχε ενεργό ρόλο στην επίτευξη της συμφωνίας της ‘Μεγάλης Παρασκευής’ στη Βόρειο Ιρλανδία. Τούτη τη φορά, η εμπλοκή της δεν θα μεταφράζεται σε μία διαμεσολάβηση για την επίλυση ενός (και) στρατιωτικού προβλήματος μεταξύ δύο πλευρών εξωτερικών της Ένωσης (Βόρειος Ιρλανδία-Βρετανία) αλλά για να επιτευχθεί μία κοινωνικο-οικονομική αντιπαράθεση στα πλαίσια της περιφερειακής πολιτικής της ΕΕ.
Η ίδια κοινωνικο-οικονομική λογική στο πλαίσιο της περιφερειακής πολιτικής είχε επικρατήσει άλλωστε και στην ανάμειξη της Επιτροπής στην επίλυση των αντιπαραθέσεων Ιταλίας –Αυστρίας για το Νότιο Τυρόλο/Τιτσίνο. Επιπλέον, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ήδη έχει συσσωρευμένη εμπειρία από την μεσολάβησή της στο Κυπριακό, ενώ έχει και στην ατζέντα της το διαρκές ζήτημα που αφορά τα σύνορα του Γιβραλτάρ.
Μία άλλη λύση, όπως προτείνει στην καταλανική εφημερίδα La Vanguardia ο Χαβιέρ Βίλελμ, διευθυντής του προγράμματος Εταιρικής Διαμεσολάβησης της Σχολής Μάνατζμεντ του παν/μιου UPF Barcelona, παρόμοιο διαμεσολαβητικό ρόλο θα μπορούσαν να διαδραματίσουν διεθνή ιδρύματα και οντότητες, όπως το Κέντρο Κάρτερ (που είχε ιδρύσει ο πρώην πρόεδρος των ΗΠΑ Τζίμι Κάρτερ και αφιερώνεται στην επίλυση μεταξύ και εντός χωρών), ή το Νορβηγικό Κέντρο Επίλυσης Συρράξεων NOREF του Όσλο, που σήμερα δραστηριοποιείται στη Συρία, τις Φιλιππίνες και την Κολομβία, ή ακόμη και ο γερμανικός οργανισμός διεθνούς συνεργασίας GIZ.
Επίσης ρόλο μεσολαβητή θα μπορούσε να έχει και το Βατικανό, το οποίο είχε δραστηριοποιηθεί και στη δεκαετία του ’80 στην Αργεντινή και τη Χιλή, που τότε τις κυβερνούσαν οι δικτάτορες και λίγο έλειψε να κηρύξουν πόλεμο μεταξύ τους για τα σύνορα των χωρών, θέμα που μετά τη διαμεσολάβηση επιλύθηκε με δημοψήφισμα.