Ο πόλεμος στην Ουκρανία τίναξε στον αέρα τις περισσότερες, αν όχι όλες τις προβλέψεις της αγοράς για οικονομία και ενέργεια. Μόλις τον περασμένο Ιανουάριο, το ΔΝΤ προέβλεπε ότι η παγκόσμια ανάκαμψη θα ενισχυόταν από το δεύτερο τρίμηνο του 2022. Ο πόλεμος όμως, έβαλε φρένο στην ανάκαμψη, καθώς «οι οικονομικές του επιπτώσεις εξαπλώνονται σαν σεισμικό κύμα», όπως γλαφυρά περιέγραψε το ΔΝΤ τον Απρίλιο. Κι αυτό, όχι λόγω της οικονομικής σημασίας της Ουκρανίας ή της Ρωσίας (η οποία κατά κοινή ομολογία είναι μεν ένα μεγαθήριο γεωπολιτικά, όχι όμως και οικονομικά). Tο ΑΕΠ και των δύο χωρών θα συρρικνωθεί σημαντικά, κατά τουλάχιστον 35% και 8,35% αντίστοιχα (Το bloomberg έχει μάλιστα αναφέρει ότι η συρρίκνωση του ρωσικού ΑΕΠ μπορεί να φτάσει και το 12% φέτος). Σημασία έχει όμως ο ρόλος τους στις αγορές εμπορευμάτων και το παγκόσμιο εμπόριο.

H σημασία της Ρωσίας στον ενεργειακό τομέα είναι αδιαμφισβήτητη, καθώς είναι ο μεγαλύτερος εξαγωγέας πετρελαίου και φυσικού αερίου στον πλανήτη και ο διαρκής φόβος για διακοπές στις ρωσικές ροές είναι αυτός που εκτοξεύει τις ενεργειακές τιμές. Μέχρι έναν βαθμό η κρίση θα επιλυθεί, ωστόσο οι επιπτώσεις στο παγκόσμιο εμπόριο ενέργειας θα είναι διαρκείας.

 

Μετά την προσάρτηση της Κριμαίας το 2014 και τις δυτικές κυρώσεις που της επιβλήθηκαν, η Ρωσία προετοιμάστηκε για δομικές αλλαγές στις αγορές που εξάγει κι έτσι έκανε κάποιες απαραίτητες προσαρμογές. Καμιά από αυτές όμως, δεν προέβλεπαν την απώλεια της μεγαλύτερη εξαγωγικής αγοράς της, που είναι ορατή τώρα λόγω Ουκρανίας: της ΕΕ που ψάχνει τη φόρμουλα απεξάρτησης από τα ρωσικά ορυκτά καύσιμα ως το 2030. Νομοτελειακά, λοιπόν, η Ρωσία θα πρέπει να ξανασκεφτεί τα ενεργειακά της πλάνα και να σηκώσει τα μανίκια για σκληρότερο ανταγωνισμό.

Ο παράγοντας ενεργειακή ασφάλεια

Η ρωσική κυβέρνηση αντιλαμβάνεται την ενεργειακή ασφάλεια ως μια από τις πιο σημαντικές παραμέτρους της εθνικής της ασφάλειας. Ωστόσο, η προσέγγισή της στο θέμα έχει αλλάξει με την πάροδο του χρόνου. Αυτή η διαφορά είναι ξεκάθαρα ορατή όταν συγκρίνουμε τα στρατηγικά έγγραφα της κυβέρνησης για την ενέργεια πριν και μετά την προσάρτηση της Κριμαίας: πριν στο επίκεντρο ήταν η παγκόσμια συνεργασία. Μετά, η διατύπωση έγινε αισθητά πιο αμυντική.

Η ενεργειακή στρατηγική του 2009 για την περίοδο έως το 2030 δηλώνει ότι η μακροπρόθεσμη σταθερότητα των ενεργειακών αγορών και η παγκόσμια ενεργειακή ασφάλεια «πρέπει να παρέχονται χωρίς να θίγονται τα εθνικά συμφέροντα». Προσθέτει επίσης ότι «οι σταθερές σχέσεις με τους παραδοσιακούς καταναλωτές ρωσικών ενεργειακών πόρων και η διαμόρφωση εξίσου σταθερών σχέσεων στις νέες αγορές ενέργειας είναι οι σημαντικότεροι φορείς της ενεργειακής πολιτικής της χώρας στον τομέα της παροχής παγκόσμιας ενεργειακής ασφάλειας σύμφωνα με τα εθνικά συμφέροντα της χώρας.

Αντίθετα, το Δόγμα Ενεργειακής Ασφάλειας της Ρωσίας του 2019 αναφέρει ότι η πλήρης συμμετοχή της Ρωσίας στη διασφάλιση της διεθνούς ενεργειακής ασφάλειας «παρεμποδίζεται από τα περιοριστικά μέτρα που έχουν εισαχθεί από διάφορα ξένα κράτη κατά της Ρωσίας, συμπεριλαμβανομένων των τομέων πετρελαίου και φυσικού αερίου και του συστήματος ηλεκτρικής ενέργειας, καθώς και της αντίθεσης μιας σειράς ξένων κρατών και διεθνών οργανισμών σε ενεργειακά έργα που βρίσκονται υπό ανάπτυξη με ρωσική συμμετοχή». Τονίζει επίσης ότι μία από τις κύριες πηγές ενεργειακής ανασφάλειας είναι η συρρίκνωση της παραδοσιακής εξαγωγικής αγοράς.

Στην Ενεργειακή Στρατηγική έως το 2035, που δημοσιεύθηκε το 2020, περιλαμβάνει μεταξύ των κυβερνητικών προτεραιοτήτων τις αυξημένες εξαγωγές, ιδίως προς την Ασία, μέσω υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG). Ωστόσο, πολλοί παράγοντες θα ανατρέψουν τα σχέδια της Ρωσίας:

-η απάντηση της διεθνούς κοινότητας στον πόλεμο στην Ουκρανία σε συνδυασμό με τις παλιές κυρώσεις του 2014,

– τεχνικές προκλήσεις που σχετίζονται με την παραγωγή και τις εξαγωγές πετρελαίου και φυσικού αερίου της Ρωσίας καθώς και

-αλλαγή της δυναμικής της αγοράς στην Ευρώπη και την Ασία.

Οι προκλήσεις για ο ρωσικό πετρέλαιο

Η Ρωσία είναι η τρίτη μεγαλύτερη παραγωγός πετρελαίου μετά τα ΗΑΕ και τη Σαουδική Αραβία (της αντιστοιχεί το 12% της παγκόσμιας παραγωγής). Ωστόσο, τα καταγεγραμμένα αποθέματά της είναι στην 6η θέση παγκοσμίως, πίσω από Βενεζουέλα, Σαουδική Αραβία, Καναδά, Ιράν και Ιράκ και συνεχώς μειώνονται. Το 2020 ήταν κατά 7% λιγότερα σε σχέση με το 1991, την ώρα που ΗΠΑ και Σαουδική Αραβία τα αύξησαν κατά 114% και 14% αντίστοιχα. Και προβλέπεται πιθανότητα περαιτέρω μείωσης, κυρίως λόγω των τεχνολογικών και οικονομικών κυρώσεων που της επιβάλλονται από το 2014.

Στο φυσικό αέριο οι ελπίδες

Η Ρωσία φαίνεται να εναποθέτει τις ελπίδες της στη βιομηχανία φυσικού αερίου. Η χώρα είναι ο μεγαλύτερος εξαγωγέας φυσικού αερίου στον κόσμο και ο δεύτερος μεγαλύτερος παραγωγός φυσικού αερίου μετά τις ΗΠΑ. Επίσης, διαθέτει τα μεγαλύτερα αποδεδειγμένα αποθέματα φυσικού αερίου στον κόσμο, τα οποία, σε αντίθεση με τα αποθέματα πετρελαίου της, αυξάνονται ραγδαία. Το 2020, ήταν 10% υψηλότερα από τα επίπεδά τους το 1991.

Η ενεργειακή στρατηγική της Ρωσίας έως το 2035 προβλέπει σημαντική ανάπτυξη τόσο για την παραγωγή φυσικού αερίου όσο και για τις εξαγωγές, μέσω αγωγών και κυρίως υγροποιημένου φυσικού αερίου, με την Ασία να απορροφά ένα ολοένα αυξανόμενο μερίδιο από αυτές τις εξαγωγές. Επί του παρόντος, ένας αγωγός – ο Power of Siberia – συνδέει τα κοιτάσματα φυσικού αερίου της Ρωσίας στην Άπω Ανατολή με την Κίνα. Ο αγωγός συμφωνήθηκε το 2014 (τυχαίο; δεν νομίζουμε), άρχισε να λειτουργεί το 2019 και έχει ετήσια δυναμικότητα 38 δισεκατομμυρίων κυβικών μέτρων (bcm).

Τον Φεβρουάριο του 2022, η Ρωσία ανακοίνωσε 30ετή σύμβαση για την προμήθεια φυσικού αερίου στην Κίνα μέσω ενός νέου αγωγού που ονομάζεται Power of Siberia-2, ο οποίος έχει χωρητικότητα 50 bcm και θα προμηθεύει την Κίνα από τα κοιτάσματα φυσικού αερίου της Δυτικής Σιβηρίας μέσω της Μογγολίας. Ο αγωγός αναμένεται να τεθεί σε λειτουργία το 2030.

Παράλληλα, η Ρωσία επεκτείνει τις εξαγωγές της LNG και συγκαταλέγεται στους τέσσερις μεγαλύτερους εξαγωγείς LNG στον κόσμο (μετά το Κατάρ, την Αυστραλία και τις ΗΠΑ).

Καμία εγγύηση για τη Ρωσία

Αυτό ωστόσο, για το οποίο δεν προετοιμάστηκε η Ρωσία είναι η πλήρης απώλεια της ευρωπαϊκής αγοράς – ένα σενάριο δύσκολο να φανταστεί κανείς αλλά που γίνεται όλο και πιο πιθανό. Στο χειρότερο σενάριο της Ενεργειακής Στρατηγικής, η Ρωσία ανέμενε ότι οι εξαγωγές φυσικού αερίου στην Ευρώπη θα αυξάνονταν πρώτα έως το 2025 και μετά θα άρχιζαν να μειώνονται. Ωστόσο, ακόμη και τότε, η Ευρώπη θα συνεχίσει να απορροφά σημαντικό μερίδιο των εξαγωγών φυσικού αερίου της Ρωσίας έως το 2035.

Με την τήρηση της υπόσχεσής της όμως να απαλλαγεί ως το 2030 από τις ρωσικές εισαγωγές πετρελαίου και φυσικού αερίου, η Μόσχα θα έχει σημαντική πλεονάζουσα ικανότητα να εκτρέψει τα ορυκτά της καύσιμα αλλού, με κύριο προορισμό την Ασία. Αυτό, ωστόσο, θα έκανε τη Ρωσία πολύ εκτεθειμένη σε μία και μόνο αγορά, θέτοντας σε κίνδυνο τη στρατηγική της για διαφοροποίηση των εξαγωγών.

Εξάγει σχεδόν τα πάντα, δεν εισάγει σχεδόν τίποτα

Οι εξαγωγές από τη Ρωσία αυξήθηκαν κατά 72% σε 45,93 δισεκατομμύρια δολάρια τον Ιανουάριο του 2022, πριν από την εισβολή της γειτονικής της Ουκρανίας και των κυρώσεων της Δύσης, σε σχέση με το αντίστοιχο διάστημα του 2021. Οι πωλήσεις αυξήθηκαν τόσο σε χώρες εκτός Κοινοπολιτείας Ανεξάρτητων Κρατών (CIS ή ΚΑΚ) στο 76,9%, όσο και σε χώρες της ΚΑΚ (41,3%ό). Τον Μάρτιο, η Ρωσία επέβαλε απαγόρευση εξαγωγών σε περισσότερα από 200 προϊόντα, συμπεριλαμβανομένων τηλεπικοινωνιών, ιατρικού εξοπλισμού, οχημάτων, αγροτικού και ηλεκτρικού εξοπλισμού, έως το τέλος του 2022 ως απάντηση στις κυρώσεις της Δύσης για εισβολή στην Ουκρανία.

Η οικονομία της Ρωσίας εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις εξαγωγές εμπορευμάτων με τα έσοδα από τις πωλήσεις αργού πετρελαίου, προϊόντων πετρελαίου και φυσικού αερίου να αντιστοιχούν στο 50% περίπου του ομοσπονδιακού προϋπολογισμού της Ρωσίας. Οι κύριες εξαγωγές της Ρωσίας είναι καύσιμα και ενεργειακά προϊόντα που ισοδυναμούν με το 63% των συνολικών αποστολών, εκ των οποίων:

  • το αργό πετρέλαιο και το φυσικό αέριο αντιπροσώπευαν το 26% και το 12% αντίστοιχα).
  • μέταλλα (10 %)
  • μηχανήματα και εξοπλισμός (7,4%)
  • χημικά προϊόντα (7,4%)
  • τρόφιμα και γεωργικά προϊόντα (5%).

Οι κύριοι εξαγωγικοί εταίροι ήταν: Κίνα (12%), Γερμανία (9%), Κάτω Χώρες (8,4%), Ιταλία (5,8%), Λευκορωσία (4,7%), Τουρκία (4,4%) και Ιαπωνία (4,1%).

Εκτόξευση των ρωσικών εισαγωγών στην Ελλάδα και μετά τον πόλεμο

Αξίζει να σημειωθεί ότι, σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεί της ΕΛΣΤΑΤ, ακόμα και μετά τον πόλεμο στην Ουκρανία, η Ελλάδα συνεχίζει να εισάγει σε επίπεδα ρεκόρ προϊόντα από τη Ρωσία, ενώ αντίθετα οι εξαγωγές προς τη Ρωσία έχουν σημειώσει φέτος κατακόρυφη πτώση. Αξιοσημείωτη είναι η ζημιά που αναφέρουν ότι έχουν πάθει παραγωγοί νωπών προϊόντων από τη Βόρεια Ελλάδα που παραδοσιακά εξάγουν τα προϊόντα τους στην τεράστια αγορά της Ρωσίας.

Συνολικά, οι εξαγωγές της Ελλάδας προς τη Ρωσία ανήλθαν σε 34,2 εκατ. ευρώ, δηλαδή ήταν μειωμένες κατά 15,8% σε σχέση με την περίοδο Ιανουάριος – Μάρτιος του 2021 που ήταν 40,6 εκατ. ευρώ.

Αντίθετα, για τον Μάρτιο του 2022 η αξία των εισαγωγών της Ελλάδας από τη Ρωσία ανήλθε σε 532,8 εκατ. ευρώ, σημειώνοντας αύξηση 69,1% σε σχέση με τον Μάρτιο του 2021 που ήταν 315,1 εκατ. ευρώ.

Ο ρωσικός λαός ξαναζεί στιγμές σοβιετίας… αλλά τα νούμερα ευημερούν

Στις παράπλευρες απώλειες του πολέμου η κατακόρυφη πτώση του βιοτικού επιπέδου των Ρώσων πολιτών, καθώς η απόσυρση ή αναστολή λειτουργίας μεγάλων εταιρειών, από τα Starbucks, τα McDonald’s και τα Ikea μέχρι τη Shell και την Goldman Sachs, απομονώνει τη Ρωσία από ένα σημαντικό μέρος των διεθνών αγορών, αυξάνει όμως και τα ποσοστά ανεργίας και φτώχειας στον πληθυσμό της χώρας, καθώς πολλές επιχειρήσεις οδηγούνται προς χρεοκοπία. Παράλληλα, η κατακόρυφη πτώση του ρουβλίου έχει ως συνέπεια την αδιάκοπη άνοδο των τιμών, σε βασικά και μη είδη για ένα νοικοκυριό. Για παράδειγμα, η τιμή του γάλακτος διπλασιάστηκε μέσα σε λίγες ημέρες.

Ωστόσο, η οικονομία για ακόμα μια φορά αποδεικνύει ότι έχει τους δικούς της κανόνες, καθώς τα νούμερα που δίδουν οι αναλυτές του Bloomberg Analytics δείχνουν ότι η ρωσική οικονομία μπορεί να παραμείνει σε καλή κατάσταση, παρά στις περί αντιθέτου προβλέψεις: συγκεκριμένα, η Ρωσία εκτιμάται ότι θα κερδίσει 321 δισ. δολάρια από τις εξαγωγές ενέργειας φέτος, αύξηση περίπου 35% από τα περσινά επίπεδα.

Οδεύει επίσης και σε πλεόνασμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών της τάξης των 240 δισ. δολαρίων, σύμφωνα με εκτιμήσεις του Ινστιτούτου Διεθνών Χρηματοοικονομικών (IIF). Ο συνδυασμός δε της μεγάλης υποτίμησης του ρουβλιού και ενός ισχυρότερου δολαρίου για το πετρέλαιο θα απέφερε επιπλέον 8,5 τρισ. ρούβλια (ή 103 δισ. δολάρια) σε έσοδα στον ρωσικό προϋπολογισμό φέτος, σύμφωνα με την TS Lombard.

Διαβάστε ακόμη:

Ποιες είναι οι πιο κερδοφόρες πόλεις για ιδιοκτήτες Airbnb – Πού βρίσκεται η Αθήνα

Συνεχίζεται κανονικά το deal για το Twitter παρά τον «τυφώνα Μασκ»

FT: Βέτο από την Τουρκία στην ένταξη Φινλανδίας, Σουηδίας στο ΝΑΤΟ – 10 όρους θέτει ο Ερντογάν