Με το ερώτημα «αν δεν μπορεί η βαρετή Ελβετία να σώσει τις τράπεζές της, τότε ποιος μπορεί;», το Politico δημοσιεύει μια εκτενή ανάλυση για την κατάρρευση της Credit Suisse, αναφέροντας ότι «η χώρα με τα παρθένα ορεινά τοπία και την ποιμενική γαλήνη μπορεί να προκαλέσει την επόμενη οικονομική κρίση».
«Α, η Ελβετία -αυτή η όμορφη χώρα της οικονομικής σταθερότητας, της αξιοπιστίας και όσων μοιάζουν λίγο βαρετά.
Όχι πια. Καθώς η Credit Suisse, ο 19ος μεγαλύτερος δανειστής της Ευρώπης, καταρρέει και γίνεται η πιο σημαντική τραπεζική απώλεια από την οικονομική κρίση του 2008, υπάρχει ανησυχία ότι πρόκειται για το πρώτο κομμάτι του ντόμινο που θα απλωθεί σε όλον τον κόσμο», γράφουν στο Politico οι Ιζαμπέλα Καμίνσκα και Χάνα Μπρέντον.
Και συνεχίζουν: «Για να καταλάβει κανείς τι έχει συμβεί, αρκεί να σκεφτεί έναν γάμο που γίνεται με το πιστόλι στον κρόταφο. Την Κυριακή, ο πληγωμένος δανειστής με έδρα τη Ζυρίχη αναγκάστηκε από τις ελβετικές Aρχές να “κοιμηθεί” με την επί σειρά ετών εγχώρια ανταγωνίστρια, UBS.
Αυτή η στιγμή ήταν ιστορική. Μια συμφωνία ύψους 3 δισ. ελβετικών φράγκων που -τουλάχιστον για λίγες ώρες- επέτρεψε σε όλους να αναπνεύσουν ανακούφιση. Στόχος ήταν η προστασία των επενδυτών και των καταθετών και η αναχαίτιση μιας πλήρους τραπεζικής κρίσης. Προσωρινά τουλάχιστον, αυτό επιτεύχθηκε.
Αλλά ως συνήθως, ο διάβολος βρίσκεται στις λεπτομέρειες. Καθώς οι αγορές μάζεψαν το πτώμα της Credit Suisse, οι κώδωνες του κινδύνου άρχισαν να χτυπούν. Ο τρόπος με τον οποίο οι Ελβετοί διαμόρφωσαν τη διάσωση μπορεί να έκανε τα πράγματα χειρότερα.
Από την κρίση πριν από μιάμιση δεκαετία, οι ρυθμιστικές Αρχές προσπάθησαν να αποτρέψουν τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα που βρίσκονται σε κίνδυνο να “μολύνουν” το ένα το άλλο με τα προβλήματά τους, επιβάλλοντας ζημίες στους κατόχους ομολόγων (και όχι στους καταθέτες και τελικά στους φορολογούμενους).
Αλλά ακόμη και εκείνοι που κατείχαν τον πιο επικίνδυνο τύπο ομολόγων ήταν σίγουροι ότι δεν θα επηρεάζονταν μέχρι να πληρώσουν πρώτα οι μέτοχοι. Στην περίπτωση της Credit Suisse, οι ελβετικές ρυθμιστικές Αρχές ανέτρεψαν αυτόν τον κανονικό τρόπο που γίνονται τα πράγματα, πλήττοντας πρώτα τους κατόχους ομολόγων –και αυτό έχει προκαλέσει οικονομικό πανικό σε ολόκληρο το σύστημα.
“Κάποιοι που είχαν επαφές με τις ρυθμιστικές Αρχές προσπάθησαν να τους σταματήσουν, ακριβώς για αυτόν τον λόγο», δήλωσε στο Politico ένας ειδικός σε θέματα τραπεζικής ρευστότητας στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, υπό τον όρο της ανωνυμίας, καθώς πρόκειται για ευαίσθητο ζήτημα.
Είναι το κλασικό παράδειγμα του πώς η μετάδοση μπορεί να εξαπλωθεί σε ολόκληρο το σύστημα. Αν ξαφνικά οι επενδυτές πιστεύουν ότι τα ομόλογά τους είναι πιο ριψοκίνδυνα από πριν, αυτό μπορεί να οδηγήσει σε ξεπούλημα, πιέζοντας τις τιμές προς τα κάτω και υπονομεύοντας την εμπιστοσύνη σε ολόκληρο το σύστημα.
Όπως προειδοποίησαν τραπεζικοί αναλυτές της JP Morgan, αν η απροσδόκητη εξάλειψη αυτών των ομολογιούχων οδηγήσει σε ευρεία ανατίμησή τους, οι τράπεζες θα μπορούσαν να δουν το κόστος της χρηματοδότησής τους να αυξάνεται σημαντικά, επιτείνοντας τα προβλήματά τους».
Παρέμβαση από την ΕΕ
Όπως αναφέρει το Politico, σε μια προσπάθεια να ηρεμήσουν τα πνεύματα μετά την ελβετική απόφαση, τρία ευρωπαϊκά εποπτικά όργανα -το Ενιαίο Συμβούλιο Εξυγίανσης, η Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών και ο εποπτικός βραχίονας της ΕΚΤ- εξέδωσαν κοινή δήλωση, προκειμένου να διαβεβαιώσουν τους επενδυτές ότι σε περίπτωση κατάρρευσης τράπεζας στην ΕΕ, οι μέτοχοι θα ήταν εκείνοι που θα υπέφεραν πρώτοι.
Και η Τράπεζα της Αγγλίας πήρε σειρά. “Οι κάτοχοι τέτοιων μέσων θα πρέπει να αναμένουν ότι θα εκτεθούν σε απώλειες εξυγίανσης ή αφερεγγυότητας με τη σειρά των θέσεων που κατέχουν σε αυτήν την ιεραρχία”, ανακοίνωσε. Με άλλα λόγια: «Παρακαλώ μην αρχίσετε να πανικοβάλλεστε».
Τα ίδια, αλλά αλλιώς
Ωστόσο, η κατάρρευση της Credit Suisse εγείρει και σοβαρά ερωτήματα σχετικά με το αν το σύστημα ήταν τόσο σταθερό, όσο η τραπεζική κοινότητα πίστευε αρχικά. Σύμφωνα με όλα τα ρυθμιστικά μέτρα, η τράπεζα ήταν καλά κεφαλαιοποιημένη και διέθετε πολλά περιουσιακά στοιχεία, τα οποία μπορούσε να εξαργυρώσει.
Αυτό θα μπορούσε να σημαίνει ότι οι κανόνες που εισήχθησαν στην κρίση του 2008 δεν είναι τόσο αυστηροί όσο πίστευαν οι περισσότεροι. Και αν το θέμα είναι αυτό, τότε υπάρχει σοβαρό πρόβλημα.
Αν υπάρχει μια παρηγοριά που μπορεί να βρεθεί οπουδήποτε, είναι στη μοναδικότητα της περίπτωσης της Credit Suisse. Τα προβλήματά της ξεκίνησαν εδώ και πολύ καιρό και έχουν ελάχιστη ομοιότητα με τα ζητήματα που έριξαν τη Silicon Valley Bank (SVB) στην Καλιφόρνια πριν από δύο εβδομάδες.
Οι ελβετικές Αρχές επιβεβαίωσαν ότι η τράπεζα δεν ήταν εκτεθειμένη σε υψηλότερα επιτόκια όπως ήταν η SVB, όταν αποφάσισαν το backstop με διευκόλυνση 50 δισ. ελβετικών φράγκων την περασμένη Πέμπτη. Όταν αυτή η διαβεβαίωση δεν κατάφερε να συγκρατήσει τον πανικό στην τιμή της μετοχής της τράπεζας, οι αγορές στράφηκαν στα ευρύτερα ζητήματα φήμης, κουλτούρας και κερδοφορίας της τράπεζας.
Η κατάσταση κλιμακώθηκε την περασμένη εβδομάδα, όταν η Saudi National Bank, ένας από τους πιο πρόσφατους επενδυτές της Credit Suisse που ανήκει εν μέρει στο σαουδαραβικό κρατικό επενδυτικό ταμείο, έδειξε ότι δεν ήταν προετοιμασμένη να διοχετεύσει περισσότερα κεφάλαια στον όμιλο.
Σκάνδαλο κατασκοπείας
Οι δυσκολίες της Credit Suisse πάνε ακόμη πιο πίσω. Υπό την πίεση να καταστήσει την επενδυτική της τράπεζα κερδοφόρα, καθώς η περιοριστική νομοθεσία έκλεισε τα φτερά της, το 2015 προσέλαβε το πρώην ασφαλιστικό στέλεχος Tidjane Thiam ως διευθύνοντα σύμβουλο, με εντολή να αλλάξει τα πράγματα.
Η άμεση απάντηση του Thiam ήταν να ξεκινήσει ένα εκτεταμένο πρόγραμμα αναδιάρθρωσης κόβοντας χιλιάδες θέσεις εργασίας, μειώνοντας το κόστος και περιορίζοντας το τμήμα επενδυτικής τραπεζικής.
Όμως, η προσπάθεια αυτή συνάντησε δυσκολίες, όταν το τμήμα επενδυτικής τραπεζικής πάλεψε για να συμβαδίσει με τους ανταγωνιστές του και -ακόμα χειρότερα- ενεπλάκη σε μια σειρά από ζημιογόνα σκάνδαλα, ανάμεσα στα οποία η ζημία 5,5 δισ. δολαρίων που σχετίζεται με την κατάρρευση του hedge fund Archegos.
Ένα σκάνδαλο κατασκοπείας, στο οποίο η τράπεζα παρακολουθούσε τους υπαλλήλους της, ανάγκασε το στέλεχος να αποχωρήσει. Το διοικητικό συμβούλιο της Credit Suisse στράφηκε στη συνέχεια στον Thomas Gottstein για τη θέση του CEO. Εκείνος υποσχέθηκε να συνεχίσει τις προσπάθειες του Thiam για την αναδιάρθρωση της τράπεζας, αλλά αναγνώρισε ότι πρέπει να γίνουν περισσότερα για να αντιμετωπιστούν τα βαθιά ριζωμένα προβλήματα νοοτροπίας.
Το 2021 ακολούθησε ο κλονισμός από τη συνεργασία της με την αποτυχημένη χρηματοοικονομική εταιρεία Greensill Capital. Η τράπεζα αναγκάστηκε για άλλη μια φορά να προβεί σε μαζική απομείωση και ο Gottstein έπρεπε να παραιτηθεί.
Το 2022 αποκαλύφθηκε ένα νέο σχέδιο, υπό τον πιο πρόσφατο διευθύνοντα σύμβουλο της τράπεζας, Ulrich Korner, το οποίο περιελάμβανε περαιτέρω περικοπές στο τμήμα επενδυτικής τραπεζικής, καθώς και ανανεωμένη εστίαση στη διαχείριση περιουσίας και σε άλλες βασικές επιχειρήσεις. Η τράπεζα δεσμεύτηκε ακόμη να λάβει μέτρα για να αντιμετωπίσει τις πρακτικές της σε ό,τι αφορά τη νοοτροπία της και τη διαχείριση κινδύνου, σε μια προσπάθεια να αποτρέψει μελλοντικά σκάνδαλα.
Ωστόσο, η έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία και η επιβολή κυρώσεων κατέπνιξαν την ικανότητά της να εξυπηρετεί τις ανάγκες διαχείρισης περιουσίας ορισμένων από τους πλουσιότερους πελάτες της.
Τα σχέδια για τη διάσπαση του επενδυτικού τμήματος του ομίλου υπό το brand Credit Suisse First Boston, που δραστηριοποιείται στη Ν. Υόρκη, επιβραδύνθηκαν τον Φεβρουάριο, όταν έγινε σαφές ότι η τράπεζα θα αγωνιζόταν πολύ για να βρει επενδυτή που θα μπορούσε να χρηματοδοτήσει τη λειτουργία της, λόγω της ανησυχίας για την κατάταξη των πιστωτών σε περίπτωση πλήρους αποτυχίας.
Χωρίς να έχει απομείνει άλλος διάδρομος προσγείωσης, η κατάρρευση ήταν απλώς θέμα χρόνου».
Διαβάστε ακόμη
Πάουελ: Εάν χρειαστεί μεγαλύτερη αύξηση επιτοκίων, θα το κάνουμε
Σούνακ: Στη δημοσιότητα η φορολογική δήλωσή του – Σχεδόν £2 εκατ. το εισόδημά του το 2021-’22
Διαμαντίδης (ΣΕΒΕ): Περίπου στα €70 δισ. οι ελληνικές εξαγωγές το 2030