Ο πόλεμος στην Ουκρανία στοιχίζει στον Βλάντιμιρ Πούτιν τουλάχιστον δέκα δισεκατομμύρια δολάρια την ημέρα, σύμφωνα με μετριοπαθείς υπολογισμούς δυτικών αναλυτών.
Μάλιστα ο Ρίχο Τέρας, ευρωβουλευτής από την Εσθονία και πρώην επικεφαλής των ενόπλων δυνάμεων της χώρας του, υπολογίζει το κόστος σε είκοσι δισεκατομμύρια δολάρια με πρόσφατη ανάρτησή του στο Twitter, επικαλούμενος εκτιμήσεις των βρετανικών μυστικών υπηρεσιών. Γι αυτό και μόνο ο Πούτιν έχει κάθε λόγο να είναι δυσαρεστημένος, καθώς έχουν περάσει επτά ημέρες από την εισβολή στην Ουκρανία και η ρωσική στρατιωτική μηχανή δεν έχει επιτύχει τους στόχους της, σε αντίθεση με ό,τι συνέβη στον αποκαλούμενο «Πόλεμο των πέντε ημερών» στη Γεωργία το 2008.
Αλλά ίσως πιο ανησυχητική ακόμη είναι η απομόνωση, στην οποία οδηγείται η ρωσική οικονομία ενόσω διαρκεί η εισβολή στην Ουκρανία. Στις αρχές της εβδομάδας, μετά τις νέες κυρώσεις που ανακοίνωσε η ΕΕ το Σαββατοκύριακο, οι εξελίξεις ήταν καταιγιστικές: Μέσα σε λίγες ώρες το ρούβλι έχασε έως και 40% της αξίας του απέναντι στο δολάριο, διολισθαίνοντας σε νέα ιστορικά χαμηλά. Αναλυτές εκτιμούν ότι μόνο αυτή η «βουτιά» μπορεί να επιβαρύνει τον πληθωρισμό στη Ρωσία με ένα επιπλέον +5%. Το χρηματιστήριο της Μόσχας δεν άνοιξε τη Δευτέρα και παραμένει άγνωστο πότε θα ανοίξει και πάλι. Πολλοί από εκείνους που διαθέτουν ρωσικά ομόλογα προσπάθησαν να τα «διώξουν», αλλά αυτό δεν είναι εύκολο. Προ ημερών ο οίκος αξιολόγησης Standard & Poor’s υποβάθμισε την πιστοληπτική ικανότητα της Ρωσίας σε BB+, δηλαδή στην κατηγορία «junk» («σκουπίδια»). Αυτό σημαίνει ότι ο οίκος δεν συνιστά πλέον σε θεσμικούς επενδυτές να αγοράζουν ρωσικά κρατικά ομόλογα, εκτός αν πρόκειται για στοχευμένες κινήσεις υψηλού ρίσκου. Ανάλογη προειδοποίηση για υποβάθμιση έχει απευθύνει και ο οίκος Moody’s.
Υπάρχει όμως και ο αντίλογος που λέει ότι η κατάρρευση της αγοράς ομολόγων συμφέρει τη Ρωσία: «Η ραγδαία πτώση στις τιμές των ομολόγων είναι ό,τι καλύτερο για τη Ρωσία, γιατί έτσι μπορεί να προχωρήσει σε επαναγορά των ομολόγων της σε πολύ χαμηλότερες τιμές, αποτρέποντας τον κίνδυνο χρεοκοπίας», λέει ο Άρτουρ Μπρούνερ, αναλυτής της ICF Bank, στην ARD. Κάτι αντίστοιχο, υπενθυμίζει, είχε συμβεί στη δημοσιονομική κρίση του 1998, όταν η Ρωσία ανέκτησε παλαιότερες σειρές κρατικών ομολόγων στο 30% της ονομαστικής αξίας τους, επιταχύνοντας την αποπληρωμή του χρέους της. Διαφορετική θα ήταν βέβαια η κατάσταση, εάν η ρωσική κυβέρνηση απευθυνόταν τώρα στις αγορές για να επαναχρηματοδοτήσει το χρέος, αλλά αυτό δεν συμβαίνει, επισημαίνει ο Μπρούνερ.
Παρέμβαση της ρωσικής κεντρικής τράπεζας
Τη Δευτέρα το μεσημέρι η κεντρική τράπεζα της Ρωσίας αναγκάστηκε να διπλασιάσει σχεδόν το ύψος των επιτοκίων, σε μία προσπάθεια να στηρίξει το εθνικό νόμισμα. Συγκεκριμένα, το βασικό επιτόκιο αυξάνεται από 10,5% στο 20%. Επιπλέον, η κεντρική τράπεζα επιβάλλει ελέγχους στην κίνηση κεφαλαίων και απαγορεύει την πώληση ρωσικών χρεογράφων σε αλλοδαπούς. Παράλληλα, το ρωσικό υπουργείο Οικονομικών υποχρεώνει τις ρωσικές επιχειρήσεις να διαθέσουν στην αγορά μέρος των αποθεμάτων τους σε συνάλλαγμα, ώστε να στηριχθεί το εθνικό νόμισμα. Σύμφωνα με στοιχεία της γερμανικής τηλεόρασης (ARD) η Ρωσία διαθέτει συναλλαγματικά αποθέματα συνολικής αξίας 640 δισεκατομμυρίων δολαρίων, τα οποία έχει τοποθετήσει όχι μόνο σε δολάρια, αλλά και σε ευρώ, κινεζικά γουάν, χρυσό, κρατικά ομόλογα και άλλα περιουσιακά στοιχεία. Ωστόσο δεν είναι εύκολο να «επιστρατευθούν» για να στηρίξουν το ρούβλι, καθώς μέρος των αποθεμάτων παραμένει εκτός συνόρων. Ο οικονομολόγος Φρίντριχ Χάϊνεμαν, συνεργάτης του Κέντρου Ευρωπαϊκών Οικονομικών Μελετών (ZEW), δηλώνει στην ARD ότι «για την κεντρική τράπεζα δεν θα είναι εύκολο να τερματίσει τη διολίσθηση του νομίσματος. Μετά τις τελευταίες κυρώσεις, το ρούβλι έχει ουσιαστικά σταματήσει να είναι ένα ελεύθερα μετατρέψιμο νόμισμα».
Την ίδια στιγμή, εν μέρει και λόγω των κυρώσεων, μεγάλες επιχειρήσεις από όλον τον κόσμο αρχίζουν να αποσύρονται από τη ρωσική αγορά με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Ο βρετανικός κολοσσός πετρελαιοειδών BP, μέχρι σήμερα ο μεγαλύτερος ξένος επενδυτής στη Ρωσία, ανακοίνωσε ότι θα πουλήσει το μερίδιό του στη Rosneft, αποχωρώντας από τη ρωσική αγορά μετά από 30 χρόνια συνεχούς παρουσίας. Το παράδειγμά της BP ακολούθησαν πολύ γρήγορα η Shell, που τερμάτισε τη συνεργασία της με την Gazprom και τη συμμετοχή της στον αγωγό Nord Stream 2, καθώς και η νορβηγική Equinor, που κατήγγειλε την στρατηγική συνεργασία της με την Rosneft. «Υπό τις παρούσες συνθήκες είναι αδύνατον να συνεχίσουμε», εξηγεί ο επικεφαλής της Equinor Άντερς Όπενταλ. Αλλά και η δανέζικη Maersk, η μεγαλύτερη ναυτιλιακή εταιρεία του κόσμου, ανακοίνωσε ότι διακόπτει τα δρομολόγιά της από και προς τη Ρωσία.
Διαβάστε περισσόετρα στην Deutsche Welle