Αν ο Όλαφ Σολτς ήταν άλλος χαρακτήρας, μπορεί και να είχε εκφράσει πιο φωναχτά αυτό που απλώς υπονόησε με την κόντρα του με τον Κρίστιαν Λίντνερ. Ο καβγάς τους οφειλόταν πράγματι στην επιθυμία του καγκελάριου να απενεργοποιηθεί για το 2025 το περιβόητο «φρένο χρέους» και να μπορέσει έτσι η γερμανική κυβέρνηση να δημιουργήσει ένα μικρό σχετικά έλλειμμα, προκειμένου να χρηματοδοτήσει κάποιες πολιτικές, ειδικά στον κοινωνικό τομέα. Ή για να ακριβολογούμε, για να μπορέσει να συνεχίσει να χρηματοδοτεί πολεμικές δαπάνες, που αλλιώς θα πρέπει να βρεθούν από περικοπές – από που αλλού; – από τον κοινωνικό τομέα.
Όλα μαζί δεν γίνονται
Ακόμα και αυτοί που δεν συμπαθούν τον Όλαφ Σολτς πρέπει να του «δώσουν» το εύσημο ότι είναι χαμηλόφωνος μεν αλλά ειλικρινής. Αιχμάλωτος σίγουρα μέσα σε ένα δημοσιονομικό «τρίγωνο του διαβόλου». Στη μια γωνιά ο συνταγματικός κανόνας για μηδενικά ελλείμματα. Στην άλλη οι ανάγκες των ανθρώπων ενός κράτους, που θεωρείται το πλουσιότερο στην Ευρώπη, αλλά σταθερά ξεφτίζει. Και στην τελευταία γωνία οι υποχρεώσεις στήριξης της Ουκρανίας. Συνολικά 30 δισεκατομμύρια έχει στοιχίσει η στρατιωτική βοήθεια και άλλα 12 ετησίως η ενίσχυση των Ουκρανών που έχουν βρει καταφύγιο στη Γερμανία. Αλλά και τα σχέδια για ακόμα περισσότερη «άμυνα».
Μόνο ένας κουτοπόνηρος λαϊκιστής μπορεί να κάνει ότι δεν καταλαβαίνει πως είναι αδύνατο να είναι όλες οι γωνίες του τριγώνου… πράσινες. Κάποια θα κοκκινίσει. Μπορείς να συντηρείς ένα πόλεμο και να έχεις ισοσκελισμένο προϋπολογισμό, κόβοντας κοινωνικές δαπάνες. Αντιστρόφως μπορείς να διατηρείς το κοινωνικό κράτος σε ένα αξιοπρεπές επίπεδο είτε δημιουργώντας νέα χρέη, είτε σταματώντας να είσαι χορηγός στον πόλεμο. Και τα τρία μαζί δεν γίνεται. Και αυτό το γνωρίζει πολύ καλά ο Κρίστιαν Λίντνερ, που για να διασωθεί εκλογικά έστησε όλο αυτό το δράμα, χρησιμοποιώντας το παλιό σενάριο της «δημοσιονομικής υπευθυνότητας», το οποίο παρά τις τραγικές του συνέπειες δεν πήρε τελικά μαζί του στον άλλο κόσμο ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε.
Μια οικονομία σε παρακμή
Οι Γερμανοί βλέπουν λοιπόν να τους σερβίρεται ξαναζεσταμένη η συνταγή της «υπευθυνότητας απέναντι στις νέες γενιές», που είχαν χορτάσει να ακούν την περασμένη δεκαετία. Πόσο υπεύθυνα νιώθουν λοιπόν οι υποστηρικτές της θεωρίας αυτής απέναντι στη σημερινή γενιά που δεν βλέπει τα τρένα να περνούν, στριμώχνεται καθημερινά με τις ώρες σε ατέλειωτες ουρές σε πηγμένους μονίμως «υπό επισκευή» αυτοκινητόδρομους, που είδε γέφυρες να πέφτουν, ακούει για παιδικούς σταθμούς που κλείνουν και έχει αναμονή μηνών για μια επίσκεψη σε ένα δημόσιο νοσοκομείο; Αυτά είναι τα αποτελέσματα της υπευθυνότητας της πολιτικής της Σουαβής νοικοκυράς, της «ακήρυχτης» Υπουργού Οικονομικών της εποχής Μέρκελ.
Με αυτή την ξαναζεσταμένη σούπα θα πορευθεί όπως όλα δείχνουν το κόμμα του Κρίστιαν Λίντνερ στις εκλογές, αφού δεν βρήκε άλλη πρόταση για μια πραγματική ανασυγκρότηση της οικονομίας μετά από τρία χρόνια θητείας στο υπουργείο. Στο τέλος είχε καταλήξει απλώς κομιστής κακών ειδήσεων και αριθμητικών εξισώσεων χωρίς λύση. Και αποφάσισε να κάνει μια ηρωϊκή έξοδο, φορώντας τον μανδύα της ευθύνης. Αυτός είναι ο μοντέρνος λαϊκισμός με νεοφιλελεύθερο χιτώνα, ειδικά όταν δύο μέρες πριν την έξοδό σου, μιλάς σε σύναξη επιχειρηματιών, υπόσχεσαι φοροελαφρύνσεις και ξιφουλκείς με απλοϊκές παραβολές εναντίον όσων κάνουν λόγο για αναδιανομή του πλούτου.
Μια υπόθεση ευρωπαϊκή
Το δίλημμα ή καλύτερα «τρίλημμα» του κυρίου Σολτς είναι λοιπόν όλης της Γερμανίας, αλλά τελικά και όλης της Ευρώπης. Δε μπορεί να είσαι και δημοσιονομικά ορθόδοξος και οπλισμένος σαν αστακός και συνεπής με τις στοιχειώδεις κοινωνικές σου υποχρεώσεις.
Σε μια περίοδο που η Ευρώπη δηλώνει πρόθυμη να συντηρήσει έναν πιο αποτελεσματικό στρατό, να ταΐσει την αδηφάγα αμυντική βιομηχανία και παράλληλα συζητά την επιστροφή στη δημοσιονομική «ευλάβεια», ουσιαστικά στέλνει ένα μήνυμα στην κοινωνία ότι αυτή θα πρέπει να παραιτηθεί ακόμα και από στοιχειώδεις παροχές, που ήταν αυτονόητες επί δεκαετίες. Και όταν αυτό συμβαίνει στην πλούσια Γερμανία μπορεί να υποθέσει κανείς τι θα συμβεί σε άλλες χώρες που έχουν ήδη ελλείμματα του 5 ή 6 ή 7%. Το κοινωνικό κόστος αυτής της επιλογής θα είναι τεράστιο. Οι παρενέργειες απρόβλεπτες.
Διαβάστε περισσότερα στη Deutsche Welle