Ο υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας Κρίστιαν Λίντνερ κατέθεσε στη Βουλή έναν προϋπολογισμό περικοπών, αλλά και παροχών. Είναι ένας προϋπολογισμός που ευαγγελίζεται την επιστροφή στη δημοσιονομική πειθαρχία, αλλά δεν αποκλείει την υπέρβαση δαπανών. Εντός συνόρων «κλείνει το μάτι» στην εκλογική πελατεία, αλλά εκτός συνόρων λειτουργεί αποτρεπτικά για όσους ονειρεύονται κοινή ανάληψη χρέους στο όνομα της ευρωπαϊκής αλληλεγγύης.
Ο Λίντνερ είναι υπουργός με σπάνιο ένστικτο πολιτικής επιβίωσης. Έχει συμπληρώσει αισίως δέκα χρόνια στην προεδρία των Γερμανών Φιλελευθέρων, οι οποίοι στο παρελθόν άλλαζαν ηγεσίες σαν τα πουκάμισα. Καλείται τώρα να συμβιβάσει τα ασυμβίβαστα σε έναν προϋπολογισμό, ο οποίος προβλέπει ταυτόχρονα επενδυτικά κίνητρα δισεκατομμυρίων για τις επιχειρήσεις (που θέλουν οι Φιλελεύθεροι), γενναίες επιδοτήσεις για την εξάλειψη της παιδικής φτώχειας (που απαιτούν οι Πράσινοι) και πρωτοφανείς αυξήσεις στα κοινωνικά επιδόματα (που ζητούν οι Σοσιαλδημοκράτες).
Μία πρώτη ανάγνωση δείχνει ότι για το 2024 τα κρατικά έσοδα υπολείπονται των δαπανών κατά τουλάχιστον 14 δισεκατομμύρια ευρώ. Τελικά το ποσό θα είναι μάλλον μεγαλύτερο (αν αναλογιστούμε, για παράδειγμα, ότι η πιθανή παράταση του χαμηλού συντελεστή ΦΠΑ στην εστίαση θα στερήσει έσοδα 3,5 δις ευρώ) και θα πρέπει να καλυφθεί με κάποιον τρόπο. Προφανώς όχι με νέα δάνεια, λόγω της επιστροφής στο συνταγματικά κατοχυρωμένο «φρένο του χρέους», που είχε ανασταλεί προσωρινά σε καιρούς πανδημίας. Αλλά ούτε και με νέους φόρους, τους οποίους απορρίπτουν οι Φιλελεύθεροι.
Συν τοις άλλοις, εκπίπτει η πολυτέλεια του αρνητικού επιτοκίου στα ομόλογα του γερμανικού Δημοσίου. Μόνο το 2024 η Γερμανία καλείται να πληρώσει για τοκοχρεολύσια 37 δισεκατομμύρια ευρώ, ποσό δεκαπλάσιο από εκείνο που είχε καταβάλει το 2021. Κι ακόμη δεν έχουμε μιλήσει καν για τους πολιτικούς τριγμούς που μπορούν να προκαλέσουν οι νέες φορολογικές επιβαρύνσεις στα ορυκτά καύσιμα, την αυτοκίνηση, την κηροζίνη και άλλα τινά, επιβαρύνσεις που ωστόσο θεωρούνται απαραίτητες για την επίτευξη των κλιματικών στόχων.
Διαβάστε τη συνέχεια στην DW