Η ανεξαρτησία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) αποτελεί κλειδί και θεμέλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και κανένα συνταγματικό δικαστήριο δεν πρέπει να λαμβάνει αποφάσεις για τη νομισματική πολιτική που πρέπει να εφαρμόζει ή όχι, τόνισε ο πρωθυπουργός της Ιταλίας Τζουζέπε Κόντε σε συνέντευξή του που δημοσιεύεται σήμερα στην εφημερίδα Il Fatto Quotidiano.
Την Τρίτη το συνταγματικό δικαστήριο της Γερμανίας έδωσε διορία τριών μηνών στην ΕΚΤ να αιτιολογήσει τις αγορές ομολόγων στη δευτερογενή αγορά και άλλων αξιογράφων στο πλαίσιο του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης που έχει ανακοινώσει, απειλώντας ότι εάν δεν το κάνει, θα χάσει τη Μπούντεσμπανκ από μέλος.
«Δεν επαφίεται σε κανένα συνταγματικό δικαστήριο να αποφασίζει τι μπορεί και τι δεν μπορεί να κάνει η ΕΚΤ. Η ανεξαρτησία της είναι στην καρδιά των ευρωπαϊκών συνθηκών, τις οποίες έχει κυρώσει και η Γερμανία», επέμεινε ο Κόντε στη συνέντευξή του. «Το βρίσκω εκτός τόπου ένα εθνικό δικαστήριο, έστω κι αν είναι συνταγματικό δικαστήριο, να ζητεί από την ΕΚΤ να αιτιολογήσει τις αγορές της. Δεν μπορεί να παρεμβαίνει σε αυτές τις πρωτοβουλίες», πρόσθεσε ο πρωθυπουργός της Ιταλίας.
Το θέμα όπως αναφέρει η DW κυριαρχεί και στον γερμανικό Τύπο. Το Spiegel σχολιάζει«Η παράξενη επίδειξη ισχύος των δικαστών του Συνταγματικό Δικαστηρίου» και παρατηρεί: «Η απόφαση μοιάζει με γροθιά. Σε τελική ανάλυση η ΕΚΤ με την έκδοση ομολόγων κράτησε χαμηλά τα επιτόκια τα προηγούμενα χρόνια και την οικονομία ζωντανή και πρόσφατα, με αφορμή την κρίση εξαιτίας της πανδημίας του κορωνοϊού και τη φοβερή κατάρρευση της οικονομίας από τον Β‘ Παγκόσμιο Πόλεμο, θέσπισε ένα παρόμοιο πρόγραμμα. Γιατί, θα μπορούσε να διερωτηθεί κανείς, το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο ειδικά τώρα, τορπιλίζει αυτά τα σημαντικά μέτρα βοήθειας;».
Και το άρθρο συνεχίζει: «Αυτή η κατηγορία όμως δεν έχει βάση. Είναι υποχρέωση των δικαστών να εξετάζουν τις συνταγματικές προσφυγές και το γεγονός ότι η απόφαση εκδόθηκε τώρα είναι καθαρή σύμπτωση. Κι όμως αυτή η απόφαση δεν προκαλεί σύγχυση μόνο εκ πρώτης όψεως, όπως δήλωσε όταν την ανακοίνωνε ο πρόεδρος του δικαστηρίου Φόσκουλε, αλλά και εκ δεύτερης όψεως. Κυρίως το αιτιολογικό της απόφασης φαντάζει περίεργο. Οι δικαστές επιρρίπτουν στους κεντρικούς τραπεζίτες, ότι δεν σκέφθηκαν αρκετά τις παράπλευρες συνέπειες του προγράμματος αγοράς ομολόγων και ότι δεν έκαναν προβλέψεις για τις οικονομικές συνέπειες, τι σημαίνουν δηλαδή τα πολύ χαμηλά επιτόκια για τους επενδυτές, τους ιδιοκτήτες ακινήτων, τους καταθέτες, τις επιχειρήσεις. Σαν να μην ήταν γνωστά όλα αυτά εδώ και χρόνια και σαν να μην είχαν ευρέως συζητηθεί από τα μέλη του συμβουλίου της ΕΚΤ. Συνέχεια ο πρόεδρος της ΕΚΤ Μάριο Ντράγκι, αλλά και οι διοικητές των εθνικών κεντρικών τραπεζών, όπως ο Γερμανός Γενς Βάιντμαν καταδείκνυαν τις συνέπειες και είχαν έντονες αντιπαραθέσεις πάνω σε αυτή τη βάση».
H Welt γράφει για το ίδιο θέμα: «Πολλοί πολίτες εδώ στη χώρα θα αισθανθούν δικαιωμένοι με την κριτική τους απέναντι στην ΕΚΤ. Αλλά ας μη βιαστούν να πανηγυρίσουν. Εάν η ΕΚΤ δεν είναι πλέον διαθέσιμη ως πυροσβέστης, αυτόματα θα αυξάνεται η πίεση στις εθνικές κυβερνήσεις, όπως στη Γερμανία, την Ολλανδία ή τη Φιλανδία να δεχθούν άμεσους τρόπους για τη μεταφορά κεφαλαίων. Τώρα Ρώμη, Παρίσι και Μαδρίτη με μια φωνή ζητούν τα κορωνοoμόλογα, αργότερα μπορεί να είναι τα ομόλογα για το κλίμα και κάποια στιγμή θα έρθουν και τα ευρωομόλογα».
H Zeit στη διαδικτυακή της σελίδα σχολιάζει: «Το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο έκρινε εν μέρει αντισυνταγματική την αγορά ομολόγων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Αυτή η δικαστική απόφαση δεν προοιωνίζει το τέλος της Νομισματικής Ένωσης. Έστω αυτό. Το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο αφήνει αρκετά παραθυράκια ανοιχτά για να συνεχιστεί το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων. Αυτό όμως είναι και το μόνο θετικό που μπορεί να πει κανείς για αυτή την αμφιλεγόμενη οικονομικά και ευρωσκεπτικιστική απόφαση που προκαλεί σύγχυση».