Στις αρχές του 2012, πολλές εγκατεστημένες στην Κύπρο τράπεζες, μεταξύ των οποίων η Cyprus Popular Bank (Λαϊκή) και η Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία (Bank of Cyprus, Τράπεζα Κύπρου) αντιμετώπισαν χρηματοπιστωτικές δυσχέρειες. Στις 25 Ιουνίου 2012, η Κύπρος υπέβαλε αίτηση χρηματοπιστωτικής συνδρομής στον πρόεδρο του Eurogroup, ο οποίος δήλωσε ότι η συνδρομή αυτή θα χορηγούνταν είτε από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας είτε από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ΕΜΣ) στο πλαίσιο προγράμματος μακροοικονομικής προσαρμογής το οποίο έπρεπε να συγκεκριμενοποιηθεί με μνημόνιο.
Η διαπραγμάτευση του μνημονίου αυτού διεξήχθη μεταξύ, αφενός, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής από κοινού με την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) και, αφετέρου, των κυπριακών αρχών. Στις 26 Απριλίου 2013, υπογράφηκε μνημόνιο κατανόησης από την Επιτροπή, εξ ονόματος του ΕΜΣ, τον Υπουργό Οικονομικών της Κύπρου και τον διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου, γεγονός που κατέστησε δυνατή τη χορήγηση, από τον ΕΜΣ, χρηματοπιστωτικής συνδρομής στο εν λόγω κράτος μέλος.
Πολλοί ιδιώτες και εταιρείες, οι οποίοι ήταν δικαιούχοι καταθέσεων στη Λαϊκή και στην Τράπεζα Κύπρου, μέτοχοι ή ομολογιούχοι πιστωτές των τραπεζών αυτών, θεώρησαν ότι, στο πλαίσιο του εν λόγω μνημονίου, το Συμβούλιο της EE η Επιτροπή, η ΕΚΤ καθώς και το Eurogroup απαίτησαν από τις κυπριακές αρχές τη θέσπιση, τη διατήρηση σε ισχύ ή τη συνέχιση της εφαρμογής μέτρων που προκάλεσαν σημαντική μείωση της αξίας των καταθέσεων, των μετοχών ή των ομολογιακών απαιτήσεών τους. Ως εκ τούτου, άσκησαν ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης αγωγές λόγω εξωσυμβατικής ευθύνης ζητώντας την αποκατάσταση των ζημιών τις οποίες υποστηρίζουν ότι υπέστησαν εξαιτίας των μέτρων αυτών.
Το ανώτατο δικαιοδοτικό όργανο της ΕΕ υπενθυμίζει ότι η στοιχειοθέτηση της εξωσυμβατικής ευθύνης της Ένωσης προϋποθέτει ότι μπορεί να προσαφθεί παράνομη συμπεριφορά σε «θεσμικό όργανο της Ένωσης», έννοια η οποία καταλαμβάνει όχι μόνον τα όργανα της Ένωσης που απαριθμούνται στο άρθρο 13, παράγραφος 1, ΣΕΕ, αλλά και όλα τα όργανα και τους οργανισμούς της Ένωσης που ιδρύονται με τις Συνθήκες, ή δυνάμει αυτών, και προορίζονται να συμβάλλουν στην πραγμάτωση των σκοπών της Ένωσης.
Παράλληλα το Δικαστήριο επισημαίνει, πρώτον, ότι το Eurogroup αποτελεί διακυβερνητικό όργανο συντονισμού των οικονομικών πολιτικών των κρατών μελών με νόμισμα το ευρώ και δεύτερον, το Eurogroup δεν μπορεί να εξομοιωθεί με σύνθεση του Συμβουλίου και χαρακτηρίζεται από την άτυπη φύση του. Τρίτον, δεν έχει ιδία αρμοδιότητα ούτε εξουσία να επιβάλλει κυρώσεις για την αθέτηση των πολιτικών συμφωνιών που συνάπτονται στο πλαίσιό του. Το Δικαστήριο καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το Γενικό Δικαστήριο κακώς έκρινε ότι το Eurogroup είναι οντότητα «της Ένωσης» ιδρυθείσα από τις Συνθήκες, της οποίας οι ενέργειες θα μπορούσαν να στοιχειοθετήσουν εξωσυμβατική ευθύνη της Ένωσης.
Το Δικαστήριο προσθέτει ότι, στο μέτρο που οι πολιτικές συμφωνίες που συνάπτονται στο πλαίσιο του Eurogroup συγκεκριμενοποιούνται και υλοποιούνται ειδικότερα μέσω πράξεων και ενεργειών των θεσμικών οργάνων της Ένωσης, ιδίως του Συμβουλίου και της ΕΚΤ, οι πολίτες δεν στερούνται του δικαιώματός τους σε αποτελεσματική δικαστική προστασία, δεδομένου ότι, όπως εξάλλου έπραξαν εν προκειμένω, μπορούν να ασκήσουν αγωγή λόγω εξωσυμβατικής ευθύνης της Ένωσης κατά των εν λόγω θεσμικών οργάνων για τις πράξεις ή τις συμπεριφορές τις οποίες τα όργανα αυτά υιοθετούν κατόπιν τέτοιων πολιτικών συμφωνιών. Το Δικαστήριο υπογραμμίζει, ειδικότερα, ότι εναπόκειται στην Επιτροπή, υπό την ιδιότητά της ως θεματοφύλακα των Συνθηκών, να μεριμνά για το συμβατό των εν λόγω συμφωνιών με το δίκαιο της ΕΕ.
Όσον αφορά, τις αιτήσεις αποζημίωσης που κατέθεσαν ιδιώτες και εταιρείες υποστηρίζοντας ότι οιεπίμαχες πράξεις και συμπεριφορές των θεσμικών οργάνων της Ένωσης ενέχουν κατάφωρη προσβολή του δικαιώματός τους ιδιοκτησίας καθώς και παραβίαση της αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνη και της αρχής της ίσης μεταχείρισης, το Δικαστήριο του Λουξεμβούργου υπενθυμίζει συναφώς ότι το δικαίωμα ιδιοκτησίας δεν αποτελεί απόλυτο προνόμιο και ότι επιδέχεται περιορισμούς και εκτιμά, μεταξύ άλλων, ότι, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι τα μέτρα που διαλαμβάνονται στο μνημόνιο κατανόησης της 26ης Απριλίου 2013 συνιστούν υπέρμετρη και ανεπίτρεπτη επέμβαση η οποία θίγει το δικαίωμα ιδιοκτησίας των ενδιαφερόμενων ιδιωτών και εταιρειών.
Κατά την κρίση του Δικαστηρίου, το γεγονός ότι, κατά τα προγενέστερα στάδια της διεθνούς χρηματοπιστωτικής κρίσης, η χορήγηση χρηματοπιστωτικής συνδρομής σε άλλα κράτη – μέλη της Ευρωζώνης δεν είχε εξαρτηθεί από τη λήψη ειδικών μέτρων δεν μπορεί να θεωρηθεί ως διαβεβαίωση ικανή να δημιουργήσει στους μετόχους, τους ομολογιούχους πιστωτές και τους καταθέτες της Λαϊκής και της Τράπεζας Κύπρου δικαιολογημένη εμπιστοσύνη ότι το ίδιο θα συνέβαινε και στην περίπτωση της χορήγησης χρηματοπιστωτικής συνδρομής στην Κύπρο.
Τέλος, αφού υπενθυμίζει ότι η γενική αρχή της ίσης μεταχείρισης επιβάλλει να μην επιφυλάσσεται σε παρόμοιες καταστάσεις διαφορετική μεταχείριση ούτε σε διαφορετικές καταστάσεις όμοια μεταχείριση, εκτός αν μια τέτοια αντιμετώπιση δικαιολογείται αντικειμενικώς, το Δικαστήριο απορρίπτει την ύπαρξη παραβίασης της αρχής αυτής.
Συγκεκριμένα, διαπιστώνει ότι οι ενδιαφερόμενες εταιρείες και ιδιώτες δεν βρίσκονται σε κατάσταση παρόμοια ούτε με την κατάσταση της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου, της οποίας η δράση υπαγορεύεται αποκλειστικά από σκοπούς δημοσίου συμφέροντος, ούτε των καταθετών των ελληνικών υποκαταστημάτων της Λαϊκής και της Τράπεζας Κύπρου, ούτε σε κατάσταση παρόμοια με εκείνη των καταθετών των δύο αυτών τραπεζών, των οποίων οι καταθέσεις δεν υπερέβαιναν τα 100.000 ευρώ, των καταθετών και των μετόχων των τραπεζών των άλλων κρατών -μελών της Ευρωζώνης στα οποία χορηγήθηκε χρηματοπιστωτική συνδρομή πριν από την Κύπρο ή ακόμη των συνεταίρων του συνεταιριστικού τραπεζικού τομέα της Κύπρου.
Διαβάστε ακόμα:
Μικρότερη δόση για τα δάνεια των πληγέντων – Διευκολύνσεις για έως και 2 έτη
Καϋμενάκης – Μπάκος: Τι «ψάχνουν» στην ΕΛΛΑΚΤΩΡ οι δύο «πετρελαιάδες» του Αστέρα Τρίπολης
Κούρεμα 80% στα ενοίκια: Ποιες επιχειρήσεις αφορά – Τι ισχύει για ιδιοκτήτες και εργαζόμενους