Μετά την κατάρρευση της Silicon Valley Bank, οι πιέσεις στον χρηματοπιστωτικό τομέα εντάθηκαν όχι μόνο στις ΗΠΑ αλλά και στην Ευρώπη, καθώς αυξήθηκαν οι ανησυχίες για τις τράπεζες, διαπιστώνει η ολλανδική ING.
Όπως σημειώνουν οι αναλυτές της ING, «παρόλο που τα γεγονότα δεν επηρέασαν συγκεκριμένα τις τράπεζες της Ευρωζώνης (εκτός από τη μεταβλητότητα που παρατηρήθηκε στις μετοχές), «είδαμε να εντείνεται η πίεση στους βασικούς χρηματοοικονομικούς δείκτες στη Ζώνη του Ευρώ. Δεν μπορούμε να πούμε πώς θα τελειώσει αυτή η αναταραχή, αν και κρίση έχει αποκλιμακωθεί αρκετά μετά και την εξαγορά της Credit Suisse από την UBS τον περασμένο μήνα και παρόλο που συμφωνούμε με την πρόεδρο της ΕΚΤ Κριστίν Λαγκάρντ ότι οι τράπεζες της ευρωζώνης είναι πιο ανθεκτικές από ό,τι κατά τη διάρκεια της χρηματοπιστωτικής κρίσης. Τότε, η ευρωζώνη δεν διέθετε Ενιαίο Εποπτικό Μηχανισμό ή Ενιαίο Μηχανισμό Εξυγίανσης, και η ρευστότητα και οι κεφαλαιακές θέσεις της κατηγορίας 1 (tier 1) ήταν σε πολύ χαμηλότερα επίπεδα από ό,τι σήμερα».
Μαθήματα ιστορίας
Προκειμένου να εξηγήσει το πώς επιδρούν τέτοιου είδους γεγονότα στην οικονομία, η ING κάνει μία αναδρομή στο παρελθόν επικαλούμενη αντίστοιχες περιπτώσεις πίεσης. Όπως διαπιστώνει, παρόλο που οι εκάστοτε συνέπειες στην οικονομία διαφέρουν, σε γενικές γραμμές υπάρχει μια επιβραδυντική επίδραση στον πληθωρισμό. Αυτό σημαίνει ότι αν από εδώ και στο εξής βλέπουμε περισσότερες πιέσεις στο χρηματοπιστωτικό σύστημα της ευρωζώνης, η ΕΚΤ ίσως χρειαστεί να μειώσει τον ρυθμό αυξήσεων στα επιτόκια. Ο δείκτης της ίδιας της ΕΚΤ για τον χρηματοπιστωτικό κίνδυνο δεν έχει φθάσει σε ανησυχητικά επίπεδα.
Ο σύνθετος δείκτης συστημικού κινδύνου (CISS) της ίδιας της ΕΚΤ φαίνεται να είναι αρκετά καλό σημείο αναφοράς για να εξετάσει κανείς τις αποδόσεις της ευρωπαϊκής οικονομίας σε περιόδους αναταραχής του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Πιο αναλυτικά, ο δείκτης εκτείνεται χρονικά πίσω στο 1980, οπότε περιλαμβάνει περιόδους υψηλού πληθωρισμού στις αρχές της δεκαετίας του ’80 και την ύφεση στις αρχές της δεκαετίας του ’90, αλλά και την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση και την πανδημία του Covid-19.
Η ING σε έκθεσή της που δημοσιεύει το hellenicshippingnews.com, ξεκινά από το κάπως αυθαίρετο -όπως το χαρακτηρίζει- επίπεδο του 0,5 ως όριο για ένα γεγονός πίεσης (stress event), το οποίο έχει ξεπεραστεί μόνο έξι φορές (ενώ υπολογίζει το παρατεταμένο στρες μετά το 2008 ως ένα γεγονός). Επί του παρόντος, βλέπει επίπεδα μεταξύ 0,3 και 0,4, ένα επίπεδο που επιτυγχάνεται συχνότερα και δεν συνδέεται συνήθως με ύφεση.
Ο πληθωρισμός
Εξετάζοντας την επίδραση στην οικονομική δραστηριότητα, τις τιμές, την αγορά εργασίας και τα επιτόκια και διαπιστώνει ότι η συνήθης αντίδραση έπειτα από μερικά τρίμηνα είναι αυτή της ασθενέστερης οικονομικής δραστηριότητας, του βραδύτερου πληθωρισμού, της υψηλότερης ανεργίας και των χαμηλότερων επιτοκίων. Πράγματι, είναι αρκετά σπάνιο ένα γεγονός κινδύνου να μη συνδέεται με κάποιου είδους ύφεση.
Όσον αφορά τον πληθωρισμό, προχωρά σε διάκριση ανάμεσα στον γενικό και τον δομικό πληθωρισμό και διαπιστώνει ότι ο γενικός πληθωρισμός υποχωρεί πολύ ταχύτερα έπειτα από γεγονός πίεσης από ό,τι ο βασικός πληθωρισμός. Αυτό σχετίζεται με τις τιμές του πετρελαίου που είναι αρκετά ευαίσθητες στην αναμενόμενη οικονομική δραστηριότητα και, ως εκ τούτου, είναι κυρίως η ενεργειακή συνιστώσα του γενικού πληθωρισμού που πέφτει γρήγορα έπειτα από ένα γεγονός πίεσης. Αλλά και ο δομικός πληθωρισμός δείχνει συνήθως σημάδια αποκλιμάκωσης, και διαμορφώνεται κατά μέσο όρο, περίπου 0,5% χαμηλότερα ενάμισι χρόνο μετά το γεγονός. Ωστόσο, ο αντίκτυπος καθίσταται πλήρως διακριτός με κάποια χρονική καθυστέρηση και το πρώτο εξάμηνο δεν παρατηρείται σχεδόν καμία επίπτωση τόσο στον γενικό όσο και στον δομικό πληθωρισμό.
Μην περιμένετε ότι η ΕΚΤ θα σταματήσει τις αυξήσεις αν τα πράγματα γίνουν χειρότερα, υποστηρίζουν οι αναλυτές.
Για το ΑΕΠ, τα γεγονότα πίεσης αποτελούν κακά νέα σε γενικές γραμμές. Κατά μέσο όρο, η έξαρση του χρηματοπιστωτικού κινδύνου οδηγεί σε μερικά τρίμηνα με αρνητική ανάπτυξη. Είναι ενδιαφέρον ότι η μόνη φορά που αποφεύχθηκε η ύφεση ήταν η πρόσφατη στιγμή κρίσης που παρατηρήθηκε το 2022. Ο αντίκτυπος άσκησης περιοριστικής πολιτικής εκ μέρους της ΕΚΤ έχει αντισταθμιστεί σε μεγάλο βαθμό από ένα ισχυρό αποτέλεσμα ανάκαμψης μετά την πανδημία και τα σημαντικά μέτρα στήριξης τα οποία έλαβαν οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις.
Συνολικά, το ασθενέστερο οικονομικό περιβάλλον που προκύπτει από τα επεισόδια χρηματοπιστωτικής πίεσης αντιμετωπίζεται συνήθως με μειώσεις των επιτοκίων από τις Κεντρικές Τράπεζες. Εξετάζοντας το επιτόκιο Euribor τριών μηνών, βλέπουμε ότι ιστορικά ήταν χαμηλότερο έναν χρόνο μετά το γεγονός πίεσης, με σημαντικές μειώσεις της τάξης 2ppt περίπου κατά μέσο όρο. Εν ολίγοις: οι μειώσεις των επιτοκίων είναι γενικά η απάντηση σε ένα γεγονός κινδύνου. Επίσης, ένας μεγαλύτερος κύκλος αυξήσεων συχνά προηγείται μιας χρηματοπιστωτικής κρίσης. Όσον αφορά τις αποδόσεις των 10ετών τίτλων, βλέπουμε μια μείωση κατά μέσο όρο, αν και πιο υποτονική από ό,τι για τα ομόλογα μικρής διάρκειας.
Συνολικά, λοιπόν, διαπιστώσαμε ότι τα επεισόδια σημαντικής χρηματοπιστωτικής πίεσης οδηγούν σε χαμηλότερο γενικό και δομικό πληθωρισμό. Εν ολίγοις, το έργο της ΕΚΤ θα ολοκληρωθεί εάν οι χρηματοπιστωτικές συνθήκες συνεχίσουν να είναι περιοριστικές και η οικονομική δραστηριότητα συρρικνώνεται. Ωστόσο, τίποτα δεν είναι βέβαιο όσον αφορά για την οικονομία. Καθώς η πρόσφατη αναταραχή δεν οδήγησε μέχρι στιγμής το CISS να φτάσει στα επίπεδα που συνδέονται με την ύφεση, η ΕΚΤ θα παραμείνει, επομένως, σε τροχιά για περαιτέρω αυξήσεις επιτοκίων.
Την παραπάνω άποψη φαίνεται να υιοθετεί και ο επικεφαλής οικονομολόγος της ΕΚΤ, Φίλιπ Λέιν ο οποίος δήλωσε χθες ότι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα θα προχωρήσει σε νέα αύξηση των βασικών της επιτοκίων στην επόμενη συνεδρίαση της νομισματικής της επιτροπής τον Μάιο, εφόσον δεν υπάρχουν «εκπλήξεις» στον σχεδιασμό της.
Σε συνέντευξη του στο Κυπριακό Πρακτορείο Ειδήσεων (ΚΥΠΕ), ο Λέιν υποστήριξε πως «εάν οι μακροοικονομικές προβλέψεις της ΕΚΤ εξακολουθούν να ισχύουν τον Μάιο, τότε μια αύξηση των επιτοκίων θα ήταν κατάλληλη», ενώ υπενθύμισε ότι η ΕΚΤ έχει στόχο την μείωση του πληθωρισμού στο 2%.
Διαβάστε ακόμη
Ανοίγουν οι πλατφόρμες για ρύθμιση χρεών προς το Δημόσιο
Πισσαρίδης: Η επανάσταση της ΤΝ μας φέρνει ένα βήμα πιο κοντά στην τετραήμερη εργασία