«Μοιάζει να έχει περάσει πολύς καιρός από τις ανοιξιάτικες δηλώσεις του Ρίσι Σούνακ τον Μάρτιο του 2022, όταν η οικονομική ανάπτυξη προβλεπόταν να είναι σταθερή, αν και όχι θεαματική…Δύο υπουργοί μετά, πολλά έχουν αλλάξει. Ο αυξανόμενος πληθωρισμός έχει εκτοξεύσει τις δαπάνες για την εξυπηρέτηση του χρέους και έχει υποβαθμίσει τις προοπτικές ανάπτυξης.»
Στην πρόσφατη έκθεσή του, το Ινστιτούτο Δημοσιονομικών Μελετών (IFS) του Ηνωμένου Βασιλείου, ένα από τα κορυφαία ανεξάρτητα οικονομικά ερευνητικά ιδρύματα στην χώρα, αποτυπώνει την έκπληξη και αγωνία των Βρετανών για την κατάσταση της εθνικής τους οικονομίας.
Η έκθεση είναι σκληρή όσο και λεπτομερής. Προβλέπει ότι:
* δανεισμός του βρετανικού κράτους φέτος θα φτάσει στα 194 δισεκατομμύρια λίρες, δηλαδή 94 δισεκατομμύρια περισσότερα από την πρόβλεψη του Μαρτίου
* λογαριασμός για την στήριξη στους λογαριασμούς ενέργειας θα φτάσει στα 68 δισεκατομμύρια λίρες
οι δαπάνες για τόκους χρέους θα φτάσουν στα £103 δισεκατομμύρια το 2023-24, ποσό διπλάσιο από τα £51 δισεκατομμύρια που είχε προβλέψει το Γραφείο Προϋπολογισμού (OBR) τον Μάρτιο
δημοσιονομικές περικοπές 62 δισεκατομμυρίων λιρών το 2026-2027 για τη σταθεροποίηση του χρέους.
Πώς, όμως, έφτασε εδώ η Μεγάλη Βρετανία; Ήταν μόνο ο «μίνι- προϋπολογισμός» του Κουάζι Κουάρτενγκ;
Το IFS υποστηρίζει ότι η κατρακύλα των δημόσιων οικονομικών ξεκίνησε με την πανδημία.
Όπως σημειώνει, «το 2018–19, τα κρατικά έσοδα ήταν αρκετά για να καλύψουν τις καθημερινές (τρέχουσες) δαπάνες για πρώτη φορά από το 2001–02, πράγμα που σημαίνει ότι η κυβέρνηση δανειζόταν μόνο για επενδυτικές δαπάνες. Με άλλα λόγια, ο προϋπολογισμός ήταν μάλλον πλεονασματικός παρά ελλειμματικός.»
Όμως, το 2019 ήρθε μία τεράστια αύξηση των δαπανών για τον μετριασμό του οικονομικού αντίκτυπου της πανδημίας και των σχετικών περιορισμών σε νοικοκυριά, επιχειρήσεις και δημόσιες υπηρεσίες.
Το 2021–2022, το βρετανικό χρέος έφτασε στο 97% του ΑΕΠ, το υψηλότερο επίπεδο των τελευταίων 60 ετών (από το 1962–63) και τρεις φορές υψηλότερο από ό,τι ήταν στο τέλος της χιλιετίας.
Όταν η βρετανική οικονομία «άνοιξε» ξανά, μία σχετικά ισχυρή ανάκαμψη των εσόδων, σε συνδυασμό με μία σημαντική αύξηση των φόρων, σήμαινε ότι τα φορολογικά έσοδα προβλεπόταν να αυξηθούν ως μερίδιο του ΑΕΠ.
Επίσης, και παρά τη μεγάλη αύξηση του χρέους, τα χαμηλά επιτόκια στα κρατικά ομόλογα και το γεγονός ότι ένα αυξανόμενο μέρος του χρέους απολάμβανε πολύ χαμηλό τραπεζικό επιτόκιο μέσω του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης της Τράπεζας της Αγγλίας διατήρησαν τις δαπάνες για τόκους χρέους σε εξαιρετικά χαμηλό επίπεδο.
Όμως, τους τελευταίους μήνες, οι αυξήσεις στα επιτόκια, στο κόστος κρατικού δανεισμού και ο υψηλός πληθωρισμός έχουν εκτοξεύσει τις δαπάνες για τόκους χρέους.
Το IFS δε διστάζει να βάλει στο στόχαστρο την Τράπεζα της Αγγλίας, την οποία στην τελευταία του έκθεση, κατηγορεί ότι με τις μεθόδους της έχει επιδεινώσει τα δημόσια οικονομικά.
«Οι αυξήσεις στο τραπεζικό επιτόκιο οδηγούν άμεσα σε υψηλότερο κόστος εξυπηρέτησης του χρέους για την κυβέρνηση, αφήνοντας το βρετανικό κράτος με μεγάλη έκθεση κινδύνου σε αυξανόμενα επιτόκια και προσθέτοντας στις ήδη σημαντικές πιέσεις στα δημόσια οικονομικά. Τα ποσά δεν είναι ασήμαντα, καθώς ενδέχεται να οδηγήσουν σε δεκάδες δισεκατομμύρια πρόσθετες δαπάνες για τόκους χρέους κάθε χρόνο» τονίζει το IFS.
Το «πικρό χάπι» της θεραπείας
Όπως σημειώνει το IFS, η βρετανική κυβέρνηση έχει επιλογές για τη βελτίωση της κατάστασης και οι επιλογές αυτές συνοψίζονται στην εξής μία: περικοπές δαπανών.
«Περικοπές δαπανών θα μπορούσαν να γίνουν, αλλά δεν θα είναι καθόλου εύκολο» παραδέχεται το IFS, που προτείνει τρία μέτρα για να εξοικονομηθούν τα 62 δισεκατομμύρια στερλίνες που απαιτούνται για τη σταθεροποίηση του χρέους:
– αναπροσαρμογή των επιδομάτων με βάση την αύξηση των κερδών και όχι την αύξηση των τιμών τα επόμενα δύο χρόνια. Το μέτρο θα μειώσει τις δαπάνες κατά 13 δισεκατομμύρια λίρες, όμως θα πλήξει περισσότερο τους χαμηλόμισθους.
– ακόμη 14 δισεκατομμύρια στερλίνες θα μπορούσαν να προέλθουν από τη μείωση των επενδυτικών δαπανών στο 2% του ΑΕΠ, αν και αυτό το μέτρο θα έρθει σε αντίθεση με την πρόθεση της κυβέρνησης να τονώσει την ανάπτυξη.
– τα υπόλοιπα 35 δισεκατομμύρια στερλίνες θα μπορούσαν να προέλθουν από μια περικοπή 15% στις τρέχουσε δαπάνες στις δημόσιες υπηρεσίες (εκτός του Εθνικού Συστήματος Υγείας και του Υπουργείου Άμυνας),. Το μέτρο αυτό θα οδηγούσε σε νέες περικοπές δαπανών σε πολλούς τομείς όπου έγιναν ήδη μεγάλες περικοπές την περίοδο 2010 – 2019.
Διαβάστε επίσης
Οι κορυφαίοι προορισμοί για τους Έλληνες στο εξωτερικό το φθινόπωρο (πίνακας)
Η dream team των Ελλήνων μάνατζερ πολυεθνικών κολοσσών (pics)