© Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη
Μια περίπλοκη απόφαση 110 σελίδων του γερμανικού Συνταγματικού Δικαστηρίου, δυσνόητη ακόμα και για νομικούς που δεν είναι εξειδικευμένοι,είναι δυνατόν να αποτελεί θρυαλλίδα στα θεμέλια του ευρώ, μια βραδυφλεγή βόμβα η οποία μπορεί να οδηγήσει ακόμα και στη διάλυσή του;
Κι όμως, από τη στιγμή που οι «κόκκινοι δικαστές» -χαρακτηρισμός που προέκυψε λόγω του ότι παραδοσιακά ενδύονται κόκκινες τηβέννους- της Καρλσρούης, όπου βρίσκεται η έδρα του δικαστηρίου, εξέδωσαν την απόφασή τους ενάντια στο τύπωμα χρήματος από την ΕΚΤ, πολλοί υψηλά ιστάμενοι στην Ευρωζώνη έχουν χάσει τον ύπνο τους, ενώ αρκετοί, ανάμεσα στους οποίους και ο κ. Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, εκφράζουν τον φόβο ότι η συγκεκριμένη απόφαση μπορεί να οδηγήσει στη διάλυση του ευρώ.
Ενδεικτικό του πόσο έχουν ανάψει τα αίματα είναι ότι η πρόεδρος της Κομισιόν Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν απείλησε ότι μπορεί να προσφύγει σε ένδικα μέσα κατά της Γερμανίας. Ωστόσο ο δικαστής που συνέταξε την απόφαση, ο Πίτερ Χούμπερ, δήλωσε στην εφημερίδα «Frankfurter Allgemeine Zeitung» ότι μια προσφυγή από την Κομισιόν θα προκαλούσε κλιμάκωση και θα οδηγούσε σε μια συνταγματική σύγκρουση η οποία δύσκολα θα επιλυθεί.
Πρόκειται σαφώς για έναν ασύμμετρο θεσμικό πόλεμο ανάμεσα σε υπερεθνικούς και εθνικούς θεσμούς της Ευρωζώνης.
Το ζήτημα δεν είναι μόνο μια σύνθετη νομική υπόθεση με τεράστια οικονομική σημασία, καθώς αφορά ομόλογα ύψους 2 τρισ. ευρώ τα οποία έχει αγοράσει η ΕΚΤ από την αγορά – συν άλλα 750 δισ. ευρώ που πρόκειται να αγοράσει λόγω πανδημίας.
Εάν η γερμανική Κεντρική Τράπεζα, η Bundesbank, που έχει στα χέρια της ομόλογα αξίας περίπου 500 δισ. ευρώ, υποχρεωθεί να τα ξεφορτωθεί, θα υπάρξουν σημαντικές επιπτώσεις σε όλη την Ευρωζώνη.
Οι αγορές προς το παρόν δεν τρόμαξαν, πιθανώς επειδή υπάρχει ένα χρονικό περιθώριο 3 μηνών για να διευθετηθεί ειρηνικά το ζήτημα.
Ωστόσο, πέραν αυτού, η απόφαση των Γερμανών δικαστών δημιουργεί μια πρωτοφανή θεσμική κρίση η οποία φέρνει στην επιφάνεια -ξανά- την αντιφατική δομή της Ευρωζώνης: μια νομισματική ένωση με ένα κοινό νόμισμα, χωρίς όμως οικονομική ένωση, αφού τα κράτη έχουν χωριστούς προϋπολογισμούς, αλλά ούτε και πολιτική ένωση, καθώς δεν υπάρχει ενιαία ομοσπονδιακή κυβέρνηση.
Οι δικαστές της Καρλσρούης είπαν το εξής απλό: κύριοι της ΕΚΤ, δημιουργείτε νέο χρήμα (εξ ου το τύπωμα) και με αυτό αγοράζετε μαζικά ομόλογα που εκδίδουν οι χώρες-μέλη. Με τον τρόπο αυτό στηρίζετε οικονομικά τις κυβερνήσεις, ενώ κάτι τέτοιο απαγορεύεται ρητά από τις συνθήκες της Ε.Ε. Επιπλέον, όταν ζητήσαμε τη γνώμη του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου επί του θέματος, το τελευταίο αποφάνθηκε ότι όλα είναι νόμιμα, χωρίς όμως να το ψάξει και να το αιτιολογήσει σε βάθος και επαρκώς. Επομένως η απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου είναι «ακατανόητη» και «χωρίς νόημα» και η υπόθεση είναι αντισυνταγματική.
Η παραπάνω περιγραφή ανήκει, σε γενικές γραμμές, στον πρώην αντιπρόεδρο της κυβέρνησης -και διαπρεπή συνταγματολόγο- Ευάγγελο Βενιζέλο, ο οποίος συντόνισε ιντερνετική συζήτηση για το θέμα στην οποία μετείχαν ο διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας και ο πρώην πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Βασίλης Σκουρής. O κ. Βενιζέλος μάλιστα δεν απέκλεισε το ενδεχόμενο η απόφαση της Καρλσρούης να συνδέεται με τις επόμενες εκλογές στη χώρα και τη στάση που θα τηρήσει η συντηρητική παράταξη της Γερμανίας στα ευρωπαϊκά θέματα.
Ο κ. Στουρνάρας, από την πλευρά του, στη συγκεκριμένη συζήτηση υπογράμμισε ότι η ΕΚΤ είναι ανεξάρτητη και ότι θα αποφύγει τη σκλήρυνση της νομισματικής πολιτικής, ενώ ο κ. Σκουρής ανέφερε ότι η απόφαση του γερμανικού δικαστηρίου αποτελεί μια προβληματική υποθήκη για το μέλλον.
Θεσμικά, για τις πράξεις της ΕΚΤ αρμόδιο είναι το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο. Ωστόσο, το Συνταγματικό Δικαστήριο της Γερμανίας είναι αρμόδιο για τις πράξεις της κυβέρνησης και για την Bundesbank, η οποία όμως είναι «ένα σώμα» με την ΕΚΤ.
Γεννάται, λοιπόν, το ερώτημα: εάν αρχίσουν τα εθνικά δικαστήρια να αμφισβητούν το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο ή την ΕΚΤ, τι θα απομείνει από τη θεσμική τάξη της Ευρωζώνης; Θα τεθεί σε αμφισβήτηση ολόκληρο το θεσμικό οικοδόμημα που στηρίζει τη λειτουργία του ευρώ. Εάν, όμως, το τελευταίο αμφισβητηθεί, ανοίγει ο ασκός του Αιόλου συνολικά για το σύστημα.
Το πόσο μπερδεμένο είναι το κουβάρι φαίνεται και από τις δηλώσεις της Γερμανίδας καγκελαρίου Ανγκελα Μέρκελ, η οποία υπογραμμίζει ότι θα σεβαστεί μεν την απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου (δεν θα μπορούσε να πει κάτι διαφορετικό), αλλά και ότι προτεραιότητα αποτελεί το «ισχυρό ευρώ».
Η πρόσθετη δυσκολία είναι πολιτική, αφού η απόφαση της Καρλσρούης αποτελεί πολιτικό δυναμίτη στο εσωτερικό της χώρας, την ώρα που η κυβέρνηση διαπραγματεύεται στην Ε.Ε. το υπό σύσταση Ταμείο Ανάκαμψης. Οι χώρες του Νότου ζητούν κονδύλια για επενδύσεις που θα προέλθουν από κοινό δανεισμό. Κάτι τέτοιο, όμως, είναι κόκκινο πανί για το συντηρητικό κατεστημένο της Γερμανίας, το οποίο μετά την απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου έχει «βγει στα κεραμίδια». Κάθε υποχώρηση, επομένως, της κυρίας Μέρκελ στα αιτήματα των Νοτίων είναι κίνηση πολιτικά ριψοκίνδυνη και ίσως αδύνατη.
Από την άλλη πλευρά, το αδιέξοδο δείχνει και ότι η στήριξη της ευρωπαϊκής οικονομίας από τα νομισματικά μέτρα της ΕΚΤ και το τύπωμα χρήματος έχει ξεπεράσει τα όρια. Αλλωστε, πέραν των νομικών θεμάτων που εγείρει το τύπωμα χρήματος, η οικονομική αλήθεια είναι ότι όλοι αυτοί οι ποταμοί ρευστότητας δεν φτάνουν στην πραγματική οικονομία, αλλά σε μεγάλο μέρος ανακυκλώνονται στα χρηματιστήρια. Είναι καιρός, λοιπόν, όπως υποστηρίζουν όλο και περισσότεροι, να πάρουν τη σκυτάλη οι κυβερνήσεις και να ρίξουν στην ευρωπαϊκή οικονομία κονδύλια από τους προϋπολογισμούς ώστε να γίνουν επενδύσεις και να ξεπεραστεί η κρίση, η οποία άλλωστε προϋπήρχε του COVID-19.
Υπό αυτό το πρίσμα, η Ευρωζώνη φτάνει σε ένα σημείο που ή θα κάνει το βήμα παραπέρα ή θα διαλυθεί. Ενα σημείο «make or break», που λένε οι Αγγλοσάξονες.
Το ερώτημα, λοιπόν, είναι αν η απόφαση των «κόκκινων δικαστών» της Καρλσρούης θα σημάνει την ανασύνταξη της Ευρωζώνης ή τη διάλυσή της.