Θα υπάρξει ευρωπαϊκός φόρος για τις ψηφιακές εταιρείες – κολοσσούς, ακόμα κι αν αποτύχουν οι συνομιλίες που διεξάγονται υπό την ομπρέλα του ΟΟΣΑ, δήλωσε ο Επίτροπος της Ευρωπαϊκής Εσωτερικής Αγοράς, Τιερί Μπρετόν το Σάββατο, σε συνέντευξη στο ραδιόφωνο της France Inter.
«Θα προτιμούσαμε αυτό να γίνει σε ένα παγκόσμιο πλαίσιο, μέσα από τη συνδιαβούλευση υπό την ομπρέλα του ΟΟΣΑ, για το 2020», δήλωσε ο Μπρετόν.
Επιπλέον, πρόσθεσε ότι οι ΗΠΑ, οι οποίες ανακοίνωσαν νωρίτερα αυτήν την εβδομάδα ότι αποσύρονται από τις συνομιλίες, θα μπορούσαν να επιστρέψουν γύρω από το τραπέζι των διαπραγματεύσεων «τον Οκτώβριο, τον Νοέμβριο ή ακόμη και τον Δεκέμβριο».
«Αυτό που είναι σαφές είναι ότι μέχρι το τέλος Δεκεμβρίου, αν υπάρχει συμφωνία εντός του ΟΟΣΑ θα την εφαρμόσουμε, αλλά αν δεν υπάρχει, τότε η Ευρώπη θα παρουσιάσει μία συμφωνία» είπε.
Οι ΗΠΑ δήλωσαν την Τετάρτη ότι θα αποσυρθούν από μια μακροχρόνια προσπάθεια στον Οργανισμό Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης για την ανάπτυξη ενός παγκόσμιου φορολογικού πλαισίου για τις ψηφιακές υπηρεσίες απειλώντας ταυτόχρονα με αντίποινα, έναντι οποιωνδήποτε χωρών επιβάλλουν φόρους στα ψηφιακά έσοδα των αμερικανικών εταιρειών.
Την ίδια ώρα, ο Γάλλος υπουργός Οικονομικών, Μπρούνο Λε Μερ και ο Πάολο Τζεντιλόνι, ο Ευρωπαίος επίτροπος οικονομικών υποθέσεων ρίχτηκαν στη «μάχη» με τις ΗΠΑ με αφορμή την αποχώρηση τους.
«Λυπάμαι πάρα πολύ για την κίνηση των ΗΠΑ να βάλουν φρένο στις διεθνείς συνομιλίες για τη φορολογία της ψηφιακής οικονομίας. Ελπίζω ότι αυτό θα είναι μια προσωρινή οπισθοδρόμηση παρά μια οριστική στάση», δήλωσε ο Τζεντιλόνι.
«Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θέλει μια παγκόσμια λύση για να φέρει τη φορολογία των εταιρειών στον 21ο αιώνα – και πιστεύουμε ότι η προσέγγιση των δύο πυλώνων του ΟΟΣΑ είναι η σωστή», είπε.
«Αλλά αν αυτό αποδειχθεί αδύνατο φέτος, είμαστε σαφείς ότι θα υποβάλουμε μια νέα πρόταση σε επίπεδο ΕΕ», είπε.
Το 2019, οι κυβερνήσεις στη Γαλλία, την Ιταλία και το Ηνωμένο Βασίλειο ενέκριναν την επιβολή φορολογικών κανόνων στις ψηφιακές υπηρεσίες με στόχο τη συλλογή εκατοντάδων εκατομμυρίων εσόδων από τους τεχνολογικούς «γίγαντες», πολλοί από τους οποίους έχουν έδρα τις ΗΠΑ και δραστηριοποιούνται και στην Ευρώπη.
Πολλοί από αυτούς τους φόρους έχουν «παγώσει» εν αναμονή του αποτελέσματος των συζητήσεων του ΟΟΣΑ σχετικά με μια γενική αναθεώρηση της ψηφιακής φορολογίας.
Μετά την κίνηση της Ουάσινγκτον, η Γαλλία δήλωσε ότι θα προχωρήσει τα σχέδια της για επιβολή ψηφιακών φόρων σε εθνικό επίπεδο, ενώ η Ιταλία και το Ηνωμένο Βασίλειο δήλωσαν ότι θα παραμείνουν δεσμευμένοι στο να βρεθεί μια «παγκόσμια λύση».
Για το Ταμείο Ανάκαμψης
Ο Μπρετόν εξέφρασε επίσης την αισιοδοξία του σχετικά με την υιοθέτηση του Ταμείου Ανάκαμψης της ΕΕ για την επανεκκίνηση των οικονομιών της ηπείρου, κατά τη διάρκεια της συνόδου κορυφής τον Ιούλιο, όταν και η Γερμανία θα αναλάβει την προεδρία του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου.
Την Παρασκευή, η Γερμανίδα Καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ, με υποστήριξη από τη Γαλλία και την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, προειδοποίησε την τις υπόλοιπες χώρες της ΕΕ ότι θα θέσουν σε κίνδυνο την οικονομική ανάκαμψη του μπλοκ και θα διακινδυνεύσουν μια ρήξη της αγοράς εάν δεν ολοκληρώσουν τις διαπραγματεύσεις για ένα τεράστιο πακέτο τόνωσης τον επόμενο μήνα.
Επί της βασικής αρχιτεκτονικής του σχεδίου λέμε «ναι», αλλά υπάρχουν ακόμη κάποια ανοιχτά ζητήματα, δήλωσε η Καγκελάριος. Απαντώντας σε σχετικές ερωτήσεις, δήλωσε ότι δεν έχουν ακόμη τεθεί συγκεκριμένα ζητήματα πιστώσεων και επιδοτήσεων, αν και, όπως ανέφερε, κάποια κράτη – μέλη θεωρούν το ύψος της χρηματοδοτικής βοήθειας πολύ υψηλό. Μελλοντικά θα βρεθεί βάση συνεννόησης, πρόσθεσε η ίδια.
Οι 27 ηγέτες της ΕΕ πραγματοποίησαν την Παρασκευή την πρώτη τους συνεδρίαση για ένα προτεινόμενο πακέτο 750 δισεκατομμυρίων ευρώ (840 δισεκατομμύρια δολάρια) για να βοηθήσουν τις οικονομίες τους να επουλώσουν τις πληγές τους. Αν και δεν υπήρξε «λευκός καπνός» μετά το πέρας της συνεδρίασης, οι ηγέτες συμφώνησαν να βρεθούν από κοντά τον επόμενο μήνα.
Η ευρωπαϊκή οικονομία μπορεί να επιτύχει την περιβαλλοντική της μετάβαση και να γίνει ουδέτερη ως προς τον άνθρακα έως το 2050, δήλωσε επίσης ο Μπρετόν. «Θα το κάνουμε», είπε.
Αυτή η μετάβαση πραγματοποιείται ως μέρος μιας βιομηχανικής στρατηγικής, η οποία βλέπει τις ευρωπαϊκές εταιρείες να υιοθετούν νέες μεθόδους και μοντέλα χωρίς απαραίτητα να επιβαρυνθούν με πρόσθετο κόστος, δήλωσε ο Μπρετόν.