Ως βήμα επιβεβαίωσης της αναγκαιότητας σύσφιγξης της νομισματικής πολιτικής εξέλαβαν οι κεντρικοί τραπεζίτες τα νέα στοιχεία για τον ευρωπαϊκό πληθωρισμό, αισθανόμενοι σχεδόν βέβαιοι για την ορθότητα μιας νέας αύξησης επιτοκίων στη συνεδρίαση του Ιουλίου.
Παρότι ο γενικός δείκτης τιμών καταναλωτή επιβραδύνθηκε στο 5,5% τον Ιούνιο από 6,1% τον Μάιο, ο λεγόμενος «δομικός» πληθωρισμός, ο οποίος εξαιρεί τις τιμές σε τρόφιμα και ενέργεια, επιταχύνθηκε στο 5,4% από 5,3 τον προηγούμενο μήνα.
Αυτή η αναπάντεχη άνοδος οφείλεται κυρίως στο επίμονο κόστος υπηρεσιών, το οποίο «ανέβηκε» στο 5,4% τον Ιούνιο από 5% προηγουμένως.
Ο «δομικός» δείκτης αποτελεί έναν από τους πλέον «αγαπημένους» της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ). Επομένως, η πορεία του επηρεάζει άμεσα τις αποφάσεις της Φρανκφούρτης.
Ενώ μέχρι πρότινος ο πληθωρισμός εδραζόταν κυρίως στις ενεργειακές τιμές και στους υψηλούς μισθούς, αυτήν την στιγμή το πρόβλημα φαίνεται ότι έχει μετατοπιστεί σε άλλους κλάδους της οικονομίας, όπως είναι για παράδειγμα οι υπηρεσίες και η στέγαση.
Την ίδια στιγμή, πονοκέφαλος προκαλείται κι από τις επίμονες τιμές στα τρόφιμα, καθώς ο σχετικός δείκτης παρέμεινε σε διψήφια επίπεδα (11,7% τον Ιούνιο).
Σίγουρη η νέα αύξηση επιτοκίων
Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, οι αγορές πλέον θεωρούν «σίγουρη» την περαιτέρω αύξηση των επιτοκίων στην προσεχή συνεδρίαση του Ιουλίου. Το επικρατέστερο σενάριο προβλέπει μια άνοδο της τάξης των 25 μονάδων βάσης, κάτι που θα ανεβάσει το βασικό επιτόκιο στο 4,25% και το επιτόκιο καταθέσεων στο 3,75%.
Μάλιστα, δεν αποκλείεται και μια νέα παρέμβαση εντός του φθινοπώρου. Ας σημειωθεί ότι από την έναρξη του κύκλου σύσφιγξης, η κεντρική τράπεζα έχει προχωρήσει μέχρι στιγμής σε σωρευτική άνοδο των επιτοκίων της τάξης των 400 μονάδων βάσης.
«Έχουμε πολύ δρόμο ακόμα να διανύσουμε σε ό,τι αφορά τις επιπλοκές του πληθωρισμού», ανέφερε πριν λίγες ημέρες ο επικεφαλής οικονομολόγος της ΕΚΤ, Φίλιπ Λέιν, σε συνέντευξη που παραχώρησε στο CNBC.
Τόνισε, μάλιστα, ότι είναι απαραίτητο να διατηρηθούν τα υψηλά επιτόκια για μια «παρατεταμένη περίοδο», προκειμένου να διασφαλιστεί ότι ο πληθωρισμός θα φτάσει τον στόχο της ΕΚΤ (2%). Αυτό σημαίνει ότι οι πρώτες μειώσεις επιτοκίων αναμένονται για το 2024 και όχι για το 2023, όπως θεωρούσαν μέχρι πρότινος οι αναλυτές.
Στόχος των κινήσεων της ΕΚΤ είναι η σύγκλιση του πληθωρισμού με τον μεσοπρόθεσμο στόχο του 2%. Και για όσο διάστημα ο δομικός δείκτης βρίσκεται σε υψηλά επίπεδα, αυτό πολύ δύσκολα θα καταστεί πραγματικότητα.
Ανησυχία για τη Γερμανία
Εξίσου ανησυχητική για την πορεία του φαινομένου είναι και η μέτρηση της Γερμανίας, η οποία είδε τον γενικό δείκτη τιμών να επιταχύνεται εκ νέου στο 6,8% τον Ιούνιο από 6,3% τον Μάιο. Την ίδια στιγμή, σχεδόν όλες οι χώρες της Ευρωζώνης διαθέτουν πληθωρισμό άνω του στόχου του 2%.
Εξαίρεση αποτελούν η Ισπανία, το Βέλγιο και το Λουξεμβούργο, χώρες δηλαδή που εμφάνισαν πληθωρισμό κάτω του 2% για τον μήνα Ιούλιο.
Τις προθέσεις της ΕΚΤ για το μελλοντικό ύψος των επιτοκίων περιέγραψε πρόσφατα και η επικεφαλής της κεντρικής τράπεζας, Κριστίν Λαγκάρντ.
«Είναι απίθανο στο άμεσο μέλλον η κεντρική τράπεζα να είναι σε θέση να δηλώσει με πλήρη βεβαιότητα ότι έχουμε φθάσει στην κορύφωση των επιτοκίων» δήλωσε η Γαλλίδα οικονομολόγος, η οποία συμμετείχε στο ετήσιο συνέδριο της ΕΚΤ, στην Πορτογαλία.
Υπογράμμισε, δε, ότι η ΕΚΤ χρειάζεται να επικοινωνήσει ότι τα επιτόκια θα παραμείνουν σε υψηλά επίπεδα για όσο διάστημα χρειαστεί. Αυτό θα διασφαλίσει ότι δεν θα δημιουργηθούν προσδοκίες για μια γρήγορη μείωση των επιτοκίων, πρόσθεσε η Λαγκάρντ.