Αρνητικό δείκτη ανάπτυξης– έστω και οριακά- προβλέπουν τα πέντε κορυφαία οικονομικά ινστιτούτα της Γερμανίας στις νέες, εξαμηνιαίες προβλέψεις τους που δόθηκαν στη δημοσιότητα την Πέμπτη. Συγκεκριμένα, το Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν (ΑΕΠ) αναμένεται να συρρικνωθεί κατά 0,1% κατά το τρέχον έτος. Εάν πραγματικά συμβεί αυτό, θα είναι η δεύτερη συνεχής χρονιά με αρνητικό πρόσημο. Παρόμοια εικόνα δεν έχει εμφανίσει η γερμανική οικονομία εδώ και 20 ολόκληρα χρόνια.
Την πρόγνωση συνυπογράφουν το Ινστιτούτο της Γερμανικής Οικονομίας (DIW) στο Βερολίνο, το IfO με έδρα το Μόναχο, το Ινστιτούτο Παγκόσμιας Οικονομίας (IfW) του Κιέλου, καθώς και τα Ινστιτούτα Λάιμπνιτς στο Έσσεν και στο Χάλε (RWI, IWH). Οι προβλέψεις αυτές αποτελούν τη βάση για την επικαιροποιημένη πρόγνωση της ίδιας της γερμανικής κυβέρνησης, που αναμένεται σύντομα.
Ασθενής ανάκαμψη στα επόμενα χρόνια
Για το 2025 και το 2026 αναμένεται θετικό πρόσημο, με τον δείκτη ανάπτυξης να φτάνει το 0,8% και 1,3% αντιστοίχως. Με τις φθινοπωρινές προβλέψεις τους οι ειδικοί επιβεβαιώνουν τις εκτιμήσεις του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ), σύμφωνα με τις οποίες η Γερμανία εμφανίζει σήμερα τους πιο χαμηλούς ρυθμούς ανάπτυξης από οποιαδήποτε άλλη μεγάλη βιομηχανική χώρα.
Στις εαρινές προβλέψεις τους τα κορυφαία οικονομικά ινστιτούτα είχαν αφήσει κάποιο περιθώριο αισιοδοξίας για αποφυγή της ύφεσης και έκαναν λόγο για δείκτη ανάπτυξης +0,1%. Τώρα αναγκάζονται να αναθεωρήσουν επί τα χείρω τις εκτιμήσεις τους. Η Ζεραλντίν Ντάνυ-Κνέντλικ, στέλεχος του DIW στο Βερολίνο, επισημαίνει ότι «εκτός από την ύφεση, την οικονομία επιβαρύνουν και οι διαρθρωτικές αλλαγές, όπως η απεξάρτηση από τον άνθρακα, η ψηφιοποίηση, οι δημογραφικές αλλαγές και ο εντεινόμενος ανταγωνισμός με επιχειρήσεις από την Κίνα».
Το πόρισμα των ειδικών συμπίπτει με τα όσα ακούγονται στον επιχειρηματικό κόσμο. «Όλο και περισσότερες επιχειρήσεις μου ζητούν χείρα βοηθείας, καθώς βρίσκονται στα πρόθυρα της χρεοκοπίας» δηλώνει ο πρόεδρος του Γερμανικού Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Πέτερ Άντριαν. «Επιβαρύνονται ιδιαίτερα από το υψηλό κόστος της ενέργειας, της εργασίας και της φορολογίας, από την ατελείωτη γραφειοκρατία, τις χρονοβόρες διαδικασίες έγκρισης νέων επενδύσεων και τις ελλείψεις στην αγορά εργασίας».
Διαβάστε τη συνέχεια στην DW