Θα διατηρηθεί ο μεγάλος συνασπισμός (GroKo) στο Βερολίνο, και τι θα γίνει σε αντίθετη περίπτωση -ιδίως- εν όψει της γερμανικής προεδρίας του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου το δεύτερο εξάμηνο το 2020; Θα καταφέρει επιτέλους το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα της Γερμανίας (SPD) να ανακάμψει μετά την εκλογή του νέου αριστερού διδύμου, του Νόρμπερτ Βάλτερ-Μπόργιανς και της Σάσκια Έσκεν; Ιδού τα μεγάλα θέματα που απασχόλησαν την Γερμανία το 2019 και θα συνεχίσουν να την απασχολούν και φέτος κατά το περιοδικό «Der Spiegel».
Μόλις πέρυσι το φθινόπωρο, το Ίδρυμα Μπέρτελσμαν και το Επιστημονικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών (WZB) αποφαίνονταν ότι ο απολογισμός του έργου του λεγόμενου μεγάλου συνασπισμού Χριστιανοδημοκρατών/Χριστιανοκοινωνιστών (CDU/CSU)- Σοσιαλδημοκρατών (SPD) στα μέσα της θητείας του ήταν θετικός. «Ο συνασπισμός είναι καλύτερος από την φήμη του» ήταν ο τίτλος της εν λόγω έρευνας, αφού το 60% των μεταξύ τους συμφωνηθέντων θεμάτων έχουν ήδη ολοκληρωθεί ή βρίσκονται στη φάση της ολοκλήρωσης. Πολύ περισσότερα δηλαδή από όσα είχε επιτύχει η προηγούμενη κυβέρνηση συνασπισμού στο ίδιο διάστημα.
Εν τούτοις, τα αποτελέσματα αυτά δεν έχουν την ανάλογη απήχηση: μόνο το 20% των ψηφοφόρων των δύο συγκυβερνώντων κομμάτων πιστεύει ότι θα τηρήσουν ένα μέρος τουλάχιστον των υποσχέσεών τους, ενώ επί του συνόλου των ψηφοφόρων μόνο ένας στους δέκα το θεωρεί ρεαλιστικό. Κατά τους ερευνητές αυτό οφείλεται «στον ευρύτατα διαδεδομένο σκεπτικισμό των πολιτών απέναντι στους πολιτικούς, τα κόμματα και τους συνασπισμούς τους γενικώς. Η πολιτική πρέπει να αντιπαρατάξει μια καλύτερη επικοινωνιακή πολιτική» για να πείσει, αναφέρει η έρευνα. Θα τα καταφέρει άραγε ο συνασπισμός να επιβιώσει τελικά και να εξαντλήσει την τετραετία;
Ο τετραγωνισμός του κύκλου
Αυτό θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από το νέο ηγετικό δίδυμο των σοσιαλδημοκρατών, τον Νόρμπερτ Βάλτερ-Μπόργιανς και την Σάσκια Έσκεν, οι οποίοι εξελέγησαν για να επιβάλουν στο κόμμα τους -και εν συνεχεία στην κυβέρνηση- μια πιο αριστερή πολιτική, προκειμένου να διαφοροποιηθούν εγκαίρως από τους συντηρητικούς εταίρους CDU/CSU ώστε να ανακάμψουν και να διασωθούν από μια προσεχή εκλογική συντριβή. Η αύξηση του κατώτατου μισθού, των δημοσίων επενδύσεων και η κατάργηση της αυστηρής δημοσιονομικής πολιτικής, του ισοσκελισμένου προϋπολογισμού δηλαδή, είναι μερικά από τα θέματα που βρίσκονται στην ατζέντα τους.
Ο σοσιαλδημοκράτης υπουργός Οικονομικών και αντικαγκελάριος ‘Ολαφ Σολτς, ο οποίος εκπροσωπεί το ισχυρό -και συντηρητικότερο- «κομματικό κατεστημένο», δήλωσε μάλιστα πρόσφατα στην εφημερίδα «Die Zeit» πως του αρέσει η φράση στις αποφάσεις του πρόσφατου συνεδρίου του SPD ότι «οι επενδύσεις του μέλλοντος δεν επιτρέπεται να αποτύχουν λόγω δογματικών απόψεων όπως είναι ο ισοσκελισμένος προϋπολογισμός του κ. Σόιμπλε».
Ειλικρινής στροφή ή τακτικός ελιγμός για να κερδίσει το εσωκομματικό ακροατήριο μετά την αποτυχία του να εκλεγεί στην ηγεσία του κόμματός του; Θα θέσει το SPD τα θέματα αυτά στα τέλη Ιανουαρίου στη λεγόμενη Επιτροπή Συνασπισμού, κατά την πρώτη ουσιαστική συζήτηση με τους κυβερνητικούς εταίρους του, μετά την αρχική συνάντηση γνωριμίας που έγινε πριν από τα Χριστούγεννα; Θα επιμείνει η νέα ηγεσία των Σοσιαλδημοκρατών φτάνοντας στα άκρα, δηλαδή την ηρωική έξοδο από την κυβέρνηση; Όμως, ακριβώς τα θέματα αυτά αποτελούν τις κόκκινες γραμμές για τους Χριστιανοδημοκράτες και τους Χριστιανοκοινωνιστές (CDU/CSU), οι οποίοι έχουν αποκλείσει εκ των προτέρων νέες διαπραγματεύσεις για τη συνέχιση του συνασπισμού. Δεδομένου ότι και αυτοί δεν βρίσκονται δημοσκοπικά στην καλύτερη φάση τους, πρέπει να υπερασπιστούν τις πολιτικές τους θέσεις και να διατηρήσουν ένα ευκρινές πολιτικό προφίλ. Οι νέες διαπραγματεύσεις των κυβερνητικών εταίρων, αν τελικά γίνουν, θα είναι ουσιαστικά μια προσπάθεια τετραγωνισμού του κύκλου…
Η ευρωπαϊκή προεδρία το δεύτερο εξάμηνο του 2020
Εάν αποτύχουν και τελικά καταρρεύσει ο κυβερνητικός συνασπισμός, αυτό θα συμβεί λίγο πριν από την ανάληψη της προεδρίας του ευρωπαϊκού Συμβουλίου από την Γερμανία την 1η Ιουλίου 2020. Το περιοδικό Spiegel διερωτάται εάν θα παραμείνει η ‘Αγγελα Μέρκελ καγκελάριος μιας κυβέρνησης μειοψηφίας ή θα προκηρυχθούν νέες εκλογές εξπρές με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τον σχηματισμό κυβέρνησης η οποία κάθε άλλο παρά προοιωνίζεται εύκολη και γρήγορη. Υπάρχει εξάλλου και η εμπειρία των περασμένων εκλογών. Τα θέματα που έχει να αντιμετωπίσει όμως η Γερμανία κατά την προεδρία της δεν είναι ούτε μικρά, ούτε εύκολα, όπως τονίζουν διάφορα έντυπα και ηλεκτρονικά γερμανικά ΜΜΕ: οικονομικά, σύνοδος κορυφής της Ευρωπαϊκής Ένωσης με την Κίνα στη Λειψία, κοινωνική Ευρώπη, συνοχή των -πιθανόν μόνο- 27 κρατών μελών τη ΕΕ, τα μεγαλεπήβολα σχέδια της Γερμανίδας προέδρου τη Κομισιόν Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν για το κλίμα. Και δεν θα μπορούν βέβαια να αντιμετωπισθούν εάν υπάρχει εσωτερική πολιτική αβεβαιότητα, όπως επισημαίνουν. Θα διασωθεί η ευρωπαϊκή πολιτική τιμή της Γερμανίας και η σταθερότητα του γερμανικού πολιτικού συστήματος; Μέχρι τώρα το τελευταίο έχει αποδειχτεί ισχυρό χάρη στην κουλτούρα των συναινετικών λύσεων που υπάρχει εδώ και δεκαετίες. Η Γερμανία σίγουρα δεν θα διακινδυνεύσει τη φήμη της αποτυγχάνοντας να ηγηθεί της Ευρώπης. Αυτό θα είναι ίσως και το μεγαλύτερο από τα διλήμματα των Σοσιαλδημοκρατών: να θέσουν δηλαδή ή να μη θέσουν θέμα παραμονής τους στην κυβέρνηση ακριβώς σε αυτήν την κρίσιμη φάση.