Ο πρώτος γύρος των προεδρικών εκλογών την επόμενη Κυριακή στη Γαλλία, συγκεντρώνει ευρύτερο ευρωπαϊκό ενδιαφέρον και αποτελεί ένα «βαρόμετρο» για τις πολιτικές ηγεσίες, όχι μόνο γιατί διεξάγεται σε περίοδο πολέμου αλλά και γιατί αποτελεί την πρώτη σημαντική αναμέτρηση σε περιβάλλον υψηλού πληθωρισμού και της συνακόλουθης ακρίβειας.
Για την ακρίβεια είναι η δεύτερη αναμέτρηση, μετά τις σημερινές εκλογές στην Ουγγαρία, αλλά το διακύβευμα στη Γαλλία μοιάζει κοινό για πολλές ευρωπαϊκές χώρες. Τα οικονομικά ζητήματα και η ενεργειακή κρίση βρίσκονται στην πρώτη γραμμή και το μεγάλο «ατού» του Εμανουέλ Μακρόν είναι ακριβώς ότι ο πληθωρισμός είναι αρκετά χαμηλότερος από ότι σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Τον μήνα Μάρτιο, ο δείκτης τιμών καταναλωτή στη Γαλλία διαμορφώθηκε σε «μόλις» 4,5%, ένα από τα χαμηλότερα επίπεδα ανάμεσα στις άλλες ανεπτυγμένες δυτικές χώρες. Τον ίδιο μήνα, ο πληθωρισμός στη Γερμανία ήταν στο 7,3%, στην Ισπανία 9,8% και στην Ολλανδία 11,9% τροφοδοτούμενος κατά μεγάλο ποσοστό από τις τιμές ενέργειας, οι οποίες έχουν εκτοξευθεί στα ύψη λόγω της ενεργειακής κρίσης η οποία προϋπήρχε του πολέμου αλλά επιδεινώθηκε από αυτόν.
Το «μυστικό» του Μακρόν είναι ότι έχει δύο μεγάλα όπλα. Πρώτον μια ενεργειακή εταιρεία που ελέγχεται κατά 80% από το γαλλικό δημόσιο, την Electricite de France και δεύτερον 58 πυρηνικά εργοστάσια που παράγουν περίπου τα ⅔ της ηλεκτρικής ενέργειας με χαμηλό κόστος.
Το 2017 η EDF εξαγόρασε την πλειοψηφία του κατασκευαστή πυρηνικών εργοστασίων Areva, ο οποίος αντιμετώπιζε προβλήματα και λίγο αργότερα ανακοινώθηκε πρόγραμμα σταδιακού κλεισίματος 17 πυρηνικών εργοστασίων μέχρι το 2025. Αργότερα, όμως, η κυβέρνηση ζήτησε προτάσεις για ανάπτυξη τριών νέων εργοστασίων νέας τεχνολογίας για να αντικατασταθούν παλαιότερα.
Υπό το φως των νέων δεδομένων που φέρνει η ενεργειακή κρίση και η σχεδιαζόμενη ενεργειακή απεξάρτηση της Ε.Ε. από τη Ρωσία, τα πυρηνικά σχέδια της Γαλλίας προφανώς ξαναμπαίνουν στο τραπέζι.
Το γεγονός όμως είναι ότι η ενεργειακή δομή της γαλλικής αγοράς επέτρεψε στον Μακρόν να θέσει όρια στις αυξήσεις τιμών του ηλεκτρικού, ανακουφίζοντας τις πιέσεις στα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις και περιορίζοντας ταυτόχρονα και τον πληθωρισμό.
Αυτό είναι η μια πλευρά της «πολιτικής εξίσωσης» στη Γαλλία, τη στιγμή που από την άλλη πλευρά, η ακρίβεια δεν παύει να χτυπάει τους πολίτες από την πλευρά των καυσίμων, οι τιμές των οποίων έχουν αυξηθεί.
Ασφαλώς, η πολιτική μάχη του Μακρόν με τη βασική αντίπαλό του, την ακροδεξιά Μαρίν Λεπέν δεν μπορεί να περιοριστεί στις τιμές των καυσίμων, καθώς ο Γάλλος πρόεδρος «πατάει» πάνω στην υποχώρηση της ανεργίας στο 7,4%, το χαμηλότερο επίπεδο από το 2008, καθώς και στο ευρωπαϊκό προφίλ του -σε αντίθεση με την Λεπέν-, το οποίο προβάλλει ως εγγύηση σταθερότητας εν μέσω της αβεβαιότητας που δημιουργεί ο πόλεμος στην Ουκρανία.
Το γεγονός όμως είναι ότι το ζήτημα της ακρίβειας είναι κεντρικό και αυτός είναι ο λόγος που τα πολιτικά επιτελεία των άλλων χωρών παρακολουθούν με ενδιαφέρον την αναμέτρηση.
Άλλωστε, ο ίδιος ο Μακρόν στην πρώτη και μοναδική προεκλογική συγκέντρωση που πραγματοποίησε χθες έκρουσε τον κώδωνα του κινδύνου για τον κίνδυνο να κερδίσει η Λεπέν, παρά το γεγονός ότι οι δημοσκοπήσεις προβλέπουν δική του νίκη.
Η διαφορά με την Λεπέν μειώθηκε τις τελευταίες εβδομάδες και πλέον οι δημοσκοπήσεις του δίνουν γύρω στο 26% στον πρώτο γύρο έναντι 21% της Λεπέν η οποία ανέβηκε από το 17% που ήταν προ εβδομάδων. Για το δεύτερο γύρο η πρόβλεψη δίνει νίκη του Μακρόν με 53% έναντι 47%.
Ωστόσο, ο Μακρόν έκρουσε τον κώδωνα του κινδύνου στο ακροατήριό του χθες, το οποίο εμφανώς επιχείρησε να κινητοποιήσει, λέγοντας ότι η διαφορά είναι μικρή και η νίκη δεν είναι διασφαλισμένη, θυμίζοντας ότι ανατροπές έχουν συμβεί και στο παρελθόν, όπως για παράδειγμα με το δημοψήφισμα για το Brexit στη Βρετανία, όπου οι δημοσκοπήσεις διαψεύστηκαν.
Η αντιπολίτευση επενδύει κυρίως στην «άλλη Γαλλία», την αγροτική Γαλλία που βρίσκεται εκτός των μεγάλων πόλεων καθώς και στα χαμηλότερα εισοδηματικά στρώματα τα οποία πληρώνουν ακριβότερη βενζίνη και θυμίζουν την εξέγερση των «κίτρινων γιλέκων» το 2018 η οποία πυροδοτήθηκε από την αύξηση της φορολογίας στα καύσιμα.
Μένει να φανεί κατά πόσον οι Γάλλοι ψηφοφόροι θα δώσουν άλλη μια θητεία στον Μακρόν και ποια ακριβώς θα είναι τα ποσοστά, αλλά είναι βέβαιο ότι οι πολιτικές ηγεσίες της Ευρώπης θα παρακολουθήσουν με μεγάλη αγωνία το αποτέλεσμα, για να σταθμίσουν το πολιτικό κόστος της ακρίβειας και του πολέμου.
Πολύ δε περισσότερο που οι άλλες χώρες δεν έχουν τα πυρηνικά εργοστάσια που ίσως αποδειχθούν το ισχυρό χαρτί του Μακρόν.
Διαβάστε ακόμα:
Τώρα τρέχουν να αγοράσουν χρυσό και λίρες – «Στο κόκκινο» η ζήτηση