Οι χρηματοπιστωτικές αγορές προετοιμάστηκαν για ένα σοκ μετά την επικράτηση της ακροδεξιάς Μαρίν Λεπέν στις εκλογές της Κυριακής 30/6 στη Γαλλία, ωστόσο τα αποτελέσματα του πρώτου γύρου της ψηφοφορίας ήταν πολύ συγκεχυμένα για να προκαλέσουν ένα sell of.

Αντιθέτως, οι πρώτες αντιδράσεις τη Δευτέρα 1/7 υποδήλωναν μια μικρή ανακούφιση, με τις μετοχές να σημειώνουν άλμα και το ευρώ να ανακάμπτει, καθώς κάποια από τα εφιαλτικά σενάρια που εξετάζονταν πριν από την ψηφοφορία να ξεθωριάζουν.
Την Κυριακή 30/6, όπως αναμενόταν, ο ακροδεξιός Εθνικός Συναγερμός (RN) της Μαρίν Λεπέν και του Ζορντάν Μπαρντελά αναδείχθηκε ως η ισχυρότερη δύναμη από τον πρώτο από τους δύο γύρους της ψηφοφορίας, κερδίζοντας περίπου το 34% των ψήφων σε εθνικό επίπεδο. Η ad hoc συμμαχία προοδευτικών δυνάμεων, γνωστή ως Νέο Λαϊκό Μέτωπο (NPF), κατέλαβε τη δεύτερη θέση με 28%, ενώ ο φιλελεύθερος συνασπισμός του προέδρου Εμανουέλ Μακρόν, Ensemble (Μαζί), έμεινε στην τρίτη θέση με 20%.

Το σύστημα ψηφοφορίας δύο γύρων της Γαλλίας, ωστόσο, καθιστά σχεδόν αδύνατη την εξαγωγή της τελικής κατανομής των εδρών μετά τις επαναληπτικές εκλογές της ερχόμενης Κυριακής, με τρεις από τις μεγαλύτερες εταιρείες δημοσκοπήσεων της χώρας να εκτιμούν ότι το RN θα μπορούσε να καταλήξει με 230 έως 295 έδρες. Με 289 έδρες που απαιτούνται για την πλειοψηφία, και με δεδομένο το τεράστιο περιθώριο για τακτικές ψηφοφορίες στον δεύτερο γύρο, το RN έχει ελάχιστες πιθανότητες να σχηματίσει μόνο του την επόμενη κυβέρνηση.

Ως εκ τούτου, η αβεβαιότητα – την οποία οι αγορές μισούν περισσότερο από οτιδήποτε άλλο – θα συνεχιστεί- πράγματι, μεγάλο μέρος της αρχικής ανακούφισης είχε εξασθενίσει μέχρι το μεσημέρι.

Δύο χρόνια αδιεξόδου το πιθανότερο αποτέλεσμα

Κανένα από τα σενάρια δεν είναι ελκυστικό για τις αγορές: ακόμη και μια μονοκομματική κυβέρνηση υπό το RN θα έθετε τη Γαλλία σε κατάσταση πραγματικού αδιεξόδου για δύο χρόνια, δεδομένων των εκτεταμένων εξουσιών της προεδρίας σύμφωνα με το γαλλικό σύνταγμα, γράφει το Politico.

Τα προηγούμενα παραδείγματα συνεργασίας, στα οποία η κυβέρνηση και ο πρόεδρος προέρχονται από διαφορετικά κόμματα, μπορεί να έχουν λειτουργήσει ως ένα βαθμό, αλλά αυτό είναι απίθανο να συμβεί αυτή τη φορά, δήλωσε ο Άρμιν Στάινμπαχ, καθηγητής δικαίου και οικονομικών στο HEC Paris, δεδομένων των τεράστιων ιδεολογικών διαφορών μεταξύ του Macron και της ηγέτιδας του RN Λεπέν.

«Η εξωτερική πολιτική θα δημιουργήσει πολλά προβλήματα», από τον διορισμό μιας νέας Επιτροπής της ΕΕ στις Βρυξέλλες μέχρι τη συνέχιση της χρηματοδότησης της Ουκρανίας, δήλωσε ο Στάινμπαχ σε σχόλια που έστειλε με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο. «Σε αντάλλαγμα, ο Μακρόν θα καθυστερήσει τα έργα του RN, δεν θα προσυπογράψει νόμους ή δεν θα συγκαλέσει το Συνταγματικό Συμβούλιο. Η κυβερνητική δράση θα παραλύσει».

Στην οικονομική πολιτική, ωστόσο, θα μπορούσε να υπάρξει μια ελαφρώς πιο εποικοδομητική προσέγγιση. Εάν η Λεπέν καταφέρει να τοποθετήσει τον προστατευόμενό της Ζορντάν Μπαρντελά στην πρωθυπουργία, «πιθανότατα θα επικεντρωθεί στη νίκη στις προεδρικές εκλογές του 2027, παραμένοντας στην πιο μετριοπαθή πορεία που έχει σηματοδοτήσει κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας», δήλωσε ο Χόλγκερ Σμίλντινγκ, επικεφαλής οικονομολόγος της Berenberg Bank, σε σημείωμα προς τους πελάτες της τη Δευτέρα.

Παραδόξως, ίσως να μην είναι κάποιος μεμονωμένος ηγέτης που αποτελεί τη μεγαλύτερη απειλή για τη γαλλική χρηματοπιστωτική σταθερότητα, αλλά η έλλειψη ενός ηγέτη συνολικά.

Ο Σμίλντινγκ σημείωσε ότι μια αδιέξοδη κυβέρνηση θα μπορούσε να βρεθεί αντιμέτωπη με επιθέσεις και από τις δύο πλευρές, από το NFP και το RN. Ενώ μπορεί να είναι “πολικές αντιθέσεις” σε θέματα όπως η μετανάστευση και ο πολιτισμός, έχουν και οι δύο αντιταχθεί στις φιλοαναπτυξιακές μεταρρυθμίσεις του Μακρόν και θα μπορούσαν να ενωθούν τακτικά σε θέματα όπως η μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού συστήματος και οι ενεργειακές επιδοτήσεις για να ξεκαθαρίσουν το έργο της προηγούμενης κυβέρνησης.

Αν αυτό συνέβαινε, οι μακροπρόθεσμες ανησυχίες που απασχολούν την αγορά εδώ και χρόνια θα γίνονταν ξαφνικά πολύ πιο πιεστικές, και όχι μόνο σε στενά γαλλικό πλαίσιο.
«Στην ακραία περίπτωση, αν το υψηλό χρέος παραλύει την αξιοπιστία της δημοσιονομικής πολιτικής ή την πιστοληπτική ικανότητα του κράτους, μπορεί να εμποδίσει τη νομισματική πολιτική: μια σύσφιξη απλώς θα εντείνει αυτές τις ανησυχίες και θα τροφοδοτήσει τον πληθωρισμό, συνήθως μέσω μιας ανεξέλεγκτης υποτίμησης της συναλλαγματικής ισοτιμίας», προειδοποίησε η Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών στην ετήσια οικονομική της έκθεση, που δημοσιεύθηκε την Κυριακή.

Σίγουρα, η ευρωζώνη έχει ωριμάσει από την τελευταία κρίση του 2011, δημιουργώντας αυτό που ορισμένοι παράγοντες της αγοράς περιγράφουν ως «μια σειρά από προστατευτικά κιγκλιδώματα ή ανασχετικά» για να καθησυχάσει τους επενδυτές. Επιπλέον, οι τράπεζες της Ευρώπης φαίνεται να είναι σε πολύ καλύτερη θέση να αντιμετωπίσουν τη διαρκή αστάθεια από ό,τι ήταν με την κρίση δημόσιου χρέους. Αλλά αυτό μπορεί να μην είναι αρκετό για να αντισταθμίσει όλες τις υπόλοιπες ελλείψεις της νομισματικής ένωσης ή για να αποτρέψει την καταστροφή της από ένα από τα οικονομικά της ατού.

Συνεργασία και εξυγίανση ή αντιπαράθεση;

Οι περισσότερες δικλείδες ασφαλείας της ευρωζώνης, όπως ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας ή οι διάφορες διευκολύνσεις της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για την αγορά ομολόγων και τη διατήρηση του κόστους δανεισμού υπό έλεγχο, προϋποθέτουν μια συνεργασία από κάθε κυβέρνηση που έχει αρκετά μεγάλο πρόβλημα ώστε να τα χρειάζεται.
Αλλά οι πλατφόρμες τόσο του RN όσο και του NFP δεν επιτρέπουν στους επενδυτές να υποθέσουν μια τέτοια συνεργασία – ή, πράγματι, οτιδήποτε για να σταματήσει μια αδυσώπητη αύξηση του βάρους του χρέους της Γαλλίας. Και τα δύο κόμματα, για παράδειγμα, υποσχέθηκαν στις προεκλογικές τους εκστρατείες να ανατρέψουν την απόφαση του Μακρόν να αυξήσει την ηλικία συνταξιοδότησης από τα 62 στα 64 έτη, ένα βασικό μέρος των προσπαθειών του Γάλλου προέδρου για τη μείωση του ελλείμματος.

Επιπλέον, ακόμη και ο Μακρόν απέτυχε να θέσει υπό έλεγχο τα χρόνια δημοσιονομικά ελλείμματα της Γαλλίας. Η Standard & Poor’s υποβάθμισε τη μακροπρόθεσμη πιστοληπτική ικανότητα της χώρας στις αρχές Ιουνίου, λέγοντας ότι «το ιστορικό της Γαλλίας όσον αφορά τη δημοσιονομική εξυγίανση κατά τις τελευταίες δεκαετίες είναι αδύναμο. Δεν έχει αναφέρει πρωτογενές δημοσιονομικό πλεόνασμα από το 2001».

Μέχρι την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση, το δημόσιο χρέος της Γαλλίας ήταν περίπου παρόμοιο με αυτό της Γερμανίας. Έκτοτε, ωστόσο, ενώ η Γερμανία έχει συμπιέσει σκληρά τις δαπάνες για να διατηρήσει το χρέος κάτω από το 60% του ΑΕΠ, το χρέος της Γαλλίας έχει εκτοξευθεί στο 110%. Εντός της ΕΕ μόνο η Ιταλία και η Ελλάδα έχουν υψηλότερα ποσοστά χρέους, ενώ σε απόλυτους αριθμούς ο σωρός του χρέους της Γαλλίας είναι πλέον ο μεγαλύτερος στην Ευρώπη με 3,1 τρισεκατομμύρια ευρώ.

Το κρίσιμο είναι ότι, με βάση τις τρέχουσες τάσεις, το Παρίσι δεν μπορεί να προσδιορίσει τη στιγμή κατά την οποία αυτό θα αρχίσει να βελτιώνεται.

Το χειρότερο σενάριο, κατά το οποίο ανεύθυνες ή κακώς συγχρονισμένες πολιτικές επιλογές θα οδηγούσαν σε μια στιγμή «Λιζ Τρας», κατά την οποία οι «εκδικητές των ομολόγων» θα προκαλούσαν χάος στην αγορά, απορρίπτοντας το γαλλικό χρέος, εξακολουθεί να είναι μόνο μια απομακρυσμένη πιθανότητα. Αλλά οι αγορές θα μπορούσαν ακόμα να ξυπνήσουν στην προοπτική ότι μακροπρόθεσμα, ένα αδιέξοδο είναι πιθανό να είναι εξίσου κακό για τα οικονομικά της Γαλλίας.

Διαβάστε ακόμη  

Το σχέδιο της κυβέρνησης για τις τραπεζικές προμήθειες – Τι θα φέρει νέες παρεμβάσεις 

Νέο ρεκόρ πωλήσεων και κερδών για την efood

Εκλογές στη Βρετανία: Η σαρωτική νίκη των Εργατικών φέρνει αλλαγές αλλά κρύβει και παγίδες

Για όλες τις υπόλοιπες ειδήσεις της επικαιρότητας μπορείτε να επισκεφτείτε το Πρώτο ΘΕΜΑ