Θέμα χρόνου είναι σύμφωνα με τη Frankfurter Allgemeine Zeitung (FAZ) η αναβάθμιση των ελληνικών κρατικών ομολόγων από τους οίκους αξιολόγησης γεγονός που θα προκαλέσει το ενδιαφέρον σε νέους επενδυτές. Η γερμανική εφημερίδα σε άρθρο της χαρακτηρίζει εντυπωσιακές τις προοπτικές της Ελλάδας για το 2023 αναφέροντας ότι η χώρα διανύει μια περίοδο «ισχυρής οικονομικής ανάπτυξης, πιθανώς από 5 έως 6 τοις εκατό πέρυσι».
Ως εκ τούτου η Ελλάδα έλαβε ένα «πρόωρο χριστουγεννιάτικο δώρο» από τη Μεγάλη Βρετανία: Το περιοδικό «The Economist» ψήφισε την Ελλάδα ως την οικονομία με τις καλύτερες επιδόσεις μεταξύ των 34 χωρών του ΟΟΣΑ. Τα κριτήρια ήταν η οικονομική ανάπτυξη, ο πληθωρισμός, το εθνικό χρέος και οι τιμές των μετοχών. «Η χώρα συνέχισε την αποπληρωμή των χρεών της, και όχι μόνο γνώρισε μια ακμάζουσα τουριστική περίοδο, αλλά και μια έκρηξη στις εξαγωγές και τις άμεσες ξένες επενδύσεις για μεγάλο μέρος του έτους», αναφέρει η εφημερίδα της Φρανκφούρτης.
Σε αυτό το πλαίσιο, οι προοπτικές για το 2023 είναι εντυπωσιακές καταλήγει η FAZ: Αν και η ανάπτυξη θα επιβραδυνθεί σημαντικά, σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα εξακολουθεί να είναι αισθητά πάνω από τον μέσο όρο της ΕΕ. Όπως και η ελληνική κυβέρνηση, το ΔΝΤ αναμένει ανάπτυξη 1,8 τοις εκατό. «Η επιστροφή σε πρωτογενές δημοσιονομικό πλεόνασμα φέτος θεωρείται πιθανή. Επομένως, η κυβέρνηση και οι επενδυτές ελπίζουν επίσης ότι οι οίκοι αξιολόγησης θα αναβαθμίσουν τα κρατικά ομόλογα, κάτι που θα προκαλέσει το ενδιαφέρον σε νέους επενδυτές». Σύμφωνα με την FAZ η αναβάθμιση είναι θέμα χρόνου.
Όμως και το Χρηματιστήριο Αθηνών κατάφερε να αποβάλλει την φήμη του «παρία», με τον δείκτη Athex Composite να πετυχαίνει άνοδο –σε αντίθεση με πολλές άλλες αγορές–κατά 4 τοις εκατό. Έτσι οι 120 σημαντικότερες εταιρίες εκτός τραπεζικού τομέα κατέγραψαν ετήσια αύξηση στα καθαρά κέρδη άνω των δύο τρίτων. «Οι αναλυτές εκτιμούν ότι η καθαρή κερδοφορία των εισηγμένων εταιρειών για το 2022 θα ξεπεράσει το ρεκόρ που σημειώθηκε το 2007. Το έτος πριν από την κρίση χρέους. «Για πολλούς επενδυτές, αυτή είναι πλέον απλώς μια ωχρή ανάμνηση», καταλήγει η εφημερίδα.
Διαβάστε τη συνέχεια στην Deutsche Welle