Η Ολίβια, εργάτρια του σεξ στο Βερολίνο για σχεδόν μια δεκαετία, απαντά με ρεαλισμό στις ερωτήσεις για τον κλάδο στον οποίο εργάζεται:
«Υπάρχει προφανώς κάποιος λόγος για το ότι θεωρείται το αρχαιότερο επάγγελμα στον κόσμο. Οι άνθρωποι θα βρίσκουν πάντα τον τρόπο να εργάζονται στον κλάδο του σεξ».
Η δουλειά αυτή ωστόσο δεν ήταν πάντα το πλάνο της. Μετακόμισε στη γερμανική πρωτεύουσα από μια μικρή πόλη στην ανατολική Γερμανία, αναζητώντας μια πιο συναρπαστική ζωή – με το σεξ ως εργασία ασχολήθηκε αφού της το πρότεινε ένας φίλος της. Και τώρα, μία δεκαετία αργότερα, πλησιάζοντας τα 30 η ίδια, έχει αναλάβει σχεδόν κάθε είδους σεξουαλική εργασία: από συνοδός πολυτελείας μέχρι ερωτική μασέρ, σε οίκο ανοχής ή αυτοαπασχολούμενη στο σπίτι της.
«Υπάρχουν διαφορετικά επίπεδα», εξηγεί – με πολύ διαφορετικά εισοδήματα και συνθήκες ασφαλείας. Μέσα από τη δουλειά της ήρθε σε επαφή με διάφορες κοινότητες, μεταξύ αυτών και με τους Black Sex Workers’ Collective, μια πρωτοβουλία με έδρα τις ΗΠΑ.
Η Ολίβια είναι όμως μία από τις εκατοντάδες χιλιάδες μη εγγεγραμμένες εργάτριες του σεξ στη Γερμανία, η οποία κατά τη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας ρίσκαρε συχνά το ενδεχόμενο κυρώσεων για να συνεχίσει να εργάζεται.
Πάνω από το 90% δεν είναι εγγεγραμμένο
Όταν ξεκίνησε, τα δικαιώματα των εργατών του σεξ προστατεύονταν σχετικά καλά από το γερμανικό κράτος.
Ο νόμος περί πορνείας του 2002 ρύθμιζε επίσημα τη σεξουαλική εργασία και αποσκοπούσε στην προστασία της πρόσβασης των εργαζομένων σε παροχές, όπως υγειονομική περίθαλψη και ασφάλιση σε περίπτωση ανεργίας. Ωστόσο αρκετοί ανησυχούσαν ότι ο νόμος ήταν πολύ χαλαρός.
«Υπάρχουν αυστηρότεροι κανόνες για να ανοίξει κανείς ένα σνακ μπαρ σε σύγκριση με έναν οίκο ανοχής σε αυτήν τη χώρα», δήλωσε η πρώην υπουργός Οικογενειακών Υποθέσεων Μανουέλα Σβέσιγκ (SPD) στην Zeit το 2014.
Έναν χρόνο αργότερα, ο κυβερνητικός συνασπισμός παρουσίασε ένα νέο νομοσχέδιο, σύμφωνα με το οποίο οι εργάτριες του σεξ υποχρεούνταν να υποβάλλουν αίτηση, ώστε να καταχωρείται επίσημα η εργασία τους.
Ο νόμος θεσπίστηκε στις 21 Οκτωβρίου 2016 και τέθηκε σε ισχύ την 1η Ιουλίου 2017.
Διαβάστε τη συνέχεια στην DW