Στο 10% εκτοξεύθηκε τον Σεπτέμβριο του 2022 ο ετήσιος πληθωρισμός στη Γερμανία, δίνοντας συνέχεια στο σπιράλ ανατιμήσεων, το οποίο «πνίγει» το εισόδημα των νοικοκυριών και τα περιθώρια κέρδους των επιχειρήσεων.
Η επίδοση του Σεπτεμβρίου αποδείχθηκε σαφώς υψηλότερη τόσο σε σχέση με την αντίστοιχη του Αυγούστου, όταν ο δείκτης τιμών είχε διαμορφωθεί στο 7,9%, όσο και σε σχέση με τις εκτιμήσεις των αναλυτών, οι οποίοι περίμεναν άνοδο στο 9,4%.
Σε εναρμονισμένο επίπεδο (ο συγκεκριμένος δείκτης χρησιμοποιείται κυρίως από την Eurostat), παράλληλα, ο ετήσιος πληθωρισμός εκτοξεύθηκε στο 10,9% από 8,8% τον προηγούμενο μήνα. Οι αναλυτές, από την πλευρά τους, ανέμεναν αύξηση στο 10%.
Οι τιμές στην ενέργεια αποτέλεσαν, για ακόμη έναν μήνα, το βασικό «καύσιμο» του φαινομένου, καθώς οι προμήθειες ρωσικού φυσικού αερίου -μέσω του Nord Stream 1- παρέμειναν μειωμένες, ωθώντας στα ύψη το ενεργειακό κόστος.
Τα παραπάνω δεδομένα, σε συνδυασμό με τη σύσφιγξη της νομισματικής πολιτικής (αύξηση των επιτοκίων της ΕΚΤ), η οποία αποσκοπεί στην αναχαίτιση του πληθωρισμού, εντείνουν τις ανησυχίες για τον κίνδυνο ύφεσης στη Νο.1 οικονομία της Ευρωζώνης.
Δεν είναι τυχαίο ότι τα τέσσερα κορυφαία οικονομικά ινστιτούτα της Γερμανίας μείωσαν δραματικά τις προβλέψεις για το ΑΕΠ του 2023, το οποίο πλέον αναμένεται να συρρικνωθεί κατά 0,4% (από ανάπτυξη 3,1%). Μάλιστα, δεν είναι λίγοι οι αναλυτές, οι οποίοι περιμένουν ακόμη μεγαλύτερη ύφεση, ιδίως αν διακοπούν τελείως οι ροές φυσικού αερίου από τη Ρωσία.
Το πρόβλημα, βέβαια, δεν είναι αποκλειστικά γερμανικό. Μπορεί το Βερολίνο να διαθέτει τη μεγαλύτερη έκθεση στη ρωσική ενέργεια, αλλά οι υψηλές τιμές σε αέριο και ηλεκτρικό ρεύμα επηρεάζουν όλη την ήπειρο, οδηγώντας σε ιστορικά υψηλά επίπεδα τον πληθωρισμό σε Ευρωζώνη και Ηνωμένο Βασίλειο.
Το μεσημέρι της Παρασκευής, μάλιστα, η Eurostat θα ανακοινώσει τα προκαταρκτικά στοιχεία για την επίδοση του Σεπτεμβρίου, η οποία αναμένεται να καταρρίψει ακόμη ένα αρνητικό ρεκόρ. Υπενθυμίζεται ότι τον Αύγουστο ο ετήσιος εναρμονισμένος δείκτης τιμών είχε σκαρφαλώσει στο 9,1%.
Διαβάστε επίσης
Έξι μεγάλοι οίκοι «υπέρμαχοι» της κυριαρχίας του δολαρίου στις αγορές