Η απόφαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας να αναθεωρήσει τη στρατηγική της για τον πληθωρισμό στην Ευρωζώνη διευκολύνει την άσκηση χαλαρής νομισματικής πολιτικής, με χαμηλά επιτόκια και μαζικές αγορές ομολόγων («τύπωμα χρήματος») ακόμα κι αν ο πληθωρισμός ξεπεράσει, προσωρινά, το όριο του 2%.
Μέχρι τώρα η επίσημη διατύπωση του στόχου για τον πληθωρισμό ήταν ότι πρέπει να είναι «κάτω από το 2%, αλλά κοντά σε αυτό», αλλά από την περασμένη εβδομάδα, ο στοχος της ΕΚΤ είναι πληθωρισμός 2% «σε συμμετρική βάση» και σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα.
Αυτό σημαίνει ότι ο πληθωρισμός μπορεί να ξεπεράσει το 2% για κάποιο χρονικό διάστημα, χωρίς να σημάνουν «καμπανάκια» για σύσφιξη της νομισματικής πολιτικής και θα μπορούν να διατηρηθούν τα μηδενικά επιτόκια και να συνεχιστούν οι αγορές ομολόγων που κατεβάζουν το κόστος δανεισμού για τις κυβερνήσεις της Ευρωζώνης.
Με βάση το καταστατικό της, η ΕΚΤ πρέπει να εμποδίζει την εμφάνιση πληθωρισμού πάνω από το όριο και όταν οι τιμές προϊόντων και υπηρεσιών ανεβαίνουν έχει την υποχρέωση να τις συγκρατήσει ανεβάζοντας τα επιτόκια για να περιορίζει την κυκλοφορία χρήματος.
Τα τελευταία χρόνια, όμως, το πρόβλημα των νομισματικών αρχών ήταν το αντίστροφο, ήτοι οι τιμές υποχωρούσαν λόγω της οικονομικής στασιμότητας (υπήρχε ο λεγόμενος «αποπληθωρισμός») και οι κεντρικές διατηρούν τα επιτόκια χαμηλά, κοντά στο μηδέν ή και κάτω από αυτό (αρνητικά επιτόκια) ενώ δημιουργούν συνεχώς νέο χρήμα το οποίο διοχετεύουν στην οικονομία αγοράζοντας ομόλογα (ποσοτική χαλάρωση ή «τύπωμα χρήματος»).
Η ανάκαμψη μετά την πανδημία προκαλεί άνοδο των τιμών κυρίως στις ΗΠΑ, αλλά και στην Ευρώπη και ορισμένες χώρες μέλη της Ευρωζώνης, τα λεγόμενα «γεράκια» που παραδοσιακά υποστηρίζουν την αυστηρή νομισματική πολιτική, ζητούσαν να περιοριστούν σταδιακά οι αγορές ομολόγων επειδή έχει αρχίσει να ανεβαίνει ο πληθωρισμός.
Η αλλαγή στρατηγικής της ΕΚΤ, όμως, αποτελεί «νίκη» όσων υποστηρίζουν ότι η ΕΚΤ πρέπει να συνεχίσει να στηρίζει την οικονομία με πρόσθετη ρευστότητα και χαμηλά επιτόκια, τα λεγόμενα «περιστέρια» που προέρχονται κυρίως από τις χώρες του Νότου.
Όμως, η αλήθεια είναι και ότι τα «γεράκια» δεν… έχασαν.
Ο λόγος είναι ότι το το 2% παύει μεν να είναι ένα όριο που αυτομάτως θα συνεπάγεται αλλαγή νομισματικής πολιτικής, αλλά η νέα στρατηγική δεν είναι το ίδιο ευέλικτη με εκείνη που έχει υιοθετήσει η αμερικανική ομοσπονδιακή τράπεζα (FED). Η τελευταία εκλαμβάνει το 2% ως μέσο όρο, με αποτέλεσμα να μπορεί να υπερβαίνει αρκετά το 2% εάν για κάποιο διάστημα είχε αντιστοίχως κινηθεί κάτω από αυτό.
Η νέα στρατηγική όμως της ΕΚΤ μιλάει για «συμμετρικό» στόχο 2% και όχι για «μέσο όρο» που σημαίνει ότι ναι μεν το όριο αυτό δεν είναι «άβατο», αλλά όταν αυτό ξεπερνιέται θα πρέπει να γίνεται αξιολόγηση στο νομισματικό συμβούλιο της ΕΚΤ, που σημαίνει ότι τα «γεράκια» θα έχουν τη δυνατότητα να ασκήσουν πιέσεις για αυστηροποίηση της.
Ήδη ο πληθωρισμός στις ΗΠΑ προβλέπεται να διαμορφωθεί σε 4,9% για τον Ιούνιο, ενώ είχε φτάσει το 5% το Μάιο, χωρίς να αλλάξει κατά το παραμικρό η πολιτική της FED.
Όμως, με τα νέα δεδομένα της ΕΚΤ, είναι αμφίβολο ότι ο πληθωρισμός θα μπορέσει να ξεπεράσει κατά πολύ -και για μεγάλο χρονικό διάστημα- το όριο του 2%.
Είναι ενδεικτικό ότι η απόφαση της ΕΚΤ την περασμένη εβδομάδα ήταν ομόφωνη, κάτι που σημαίνει ότι την ενέκριναν και τα «γεράκια», όπως ο πρόεδρος της γερμανικής κεντρικής τράπεζας Γενς Βάιντμαν, ο οποίος προηγουμένως είχε ζητήσει να περιοριστούν οι αγορές ομολόγων.
Ο πληθωρισμός τον Ιούνιο στην Ευρωζώνη υποχώρησε στο 1,9%, από το 2% που είχε φτάσει το Μάιο. Πολλοί οικονομολόγοι προβλέπουν ότι στο δεύτερο εξάμηνο θα υπερβεί και πάλι το 2%, αλλά η ΕΚΤ εκτιμά ότι ο πληθωρισμός θα πέσει πάλι το 2022 και θα φτάσει το 1,4% το 2023.
Με βάση τη νέα στρατηγική της ΕΚΤ, η χαλαρή νομισματική πολιτική μπορεί να συνεχιστεί τουλάχιστον μέχρι το Μάρτιο του 2022, οπότε εκπνέει το Έκτακτο Πρόγραμμα Αγορών Λόγω Πανδημίας (PEPP).
Μετά το καλοκαίρι, όμως, πιθανότατα θα τεθεί το θέμα συνέχισης των αγορών ομολόγων, όπου εκεί πιθανόν να προκύψουν διαφωνίες.
Η ΕΚΤ δημιουργεί νέο χρήμα 80 δισ . ευρώ το μήνα με το οποίο αγοράζει ομόλογα, γεγονός που συμπιέζει τις αποδόσεις των τελευταίων και επιτρέπει ακόμα και σε υπερχρεωμένες χώρες να δανείζονται, εκδίδοντας νέα ομόλογα, με πολύ χαμηλό επιτόκιο -ακόμα και αρνητικό.
Λόγω της πανδημίας, στο πρόγραμμα αγορών εντάχθηκαν και τα ομόλογα της Ελλάδας, τα οποία δεν έχουν την απαραίτητη επενδυτική αξιολόγηση και έτσι η χώρα μας δανείζεται και αυτή με πολύ χαμηλό κόστος.
Το ζήτημα είναι ότι μπορεί κατά μέσο όρο ο πληθωρισμός να είναι κάτω από το 2%, αλλά η εξέλιξή του είναι ασύμμετρη στις χώρες της Ευρωζώνης.
Υπολογίζεται ότι κινήθηκε τον Ιούνιο πάνω από το 2% για παράδειγμα σε χώρες όπως το Βέλγιο (2,6%, τον Ιούνιο), τη Γερμανία (2,1%), την Ιρλανδία (3,7%) και την Ισπανία (2,4%), ενώ είναι πολύ χαμηλότερα στην Ιταλία (1,3%), την Πορτογαλία (-0,3%), την Ελλάδα (όπου ανέβηκε στο 1% τον Ιούνιο, από -1,2% το Μάιο).
Με τα δεδομένα αυτά, είναι φανερό ότι οι ανάγκες είναι διαφορετικές σε κάθε χώρες, ενώ και οι απόψεις διίστανται για την μελλοντική πορεία του πληθωρισμού.
Οι τιμές πράγματι ανεβαίνουν, αλλά η επικρατούσα εκτίμηση αυτή τη στιγμή είναι ότι η άνοδος αυτή θα είναι προσωρινή, αφενός επειδή η ανεργία παραμένει σε υψηλά επίπεδα στην Ευρωζώνη, αλλά και επειδή η άνοδος του δείκτη «φαίνεται» μεγάλη επειδή η σύγκριση γίνεται με την περσινή περίοδο που υπήρχε καραντίνα.
Διαβάστε περισσότερα
Οι Ισπανοί της HIP επιμένουν ελληνικά – Προχωρούν σε νέες επενδύσεις
Amazon: Τι άλλαξε ο Άντι Τζάσι μόλις ανέλαβε τα ηνία του κολοσσού