Μέχρι πριν από λίγους μήνες η Κάγια Κάλλας, η οποία παραιτήθηκε από την πρωθυπουργία της Εσθονίας, ήταν κορυφαία υποψήφια για την ηγεσία του ΝΑΤΟ, ως αντικαταστάτρια του Γενς Στόλτενμπεργκ – όσα λέγονται όμως για τις σχέσεις της με τη Ρωσία μείωσαν σημαντικά τις πιθανότητες που είχε για μια τέτοια θέση.
Ισχυρά κράτη-μέλη του ΝΑΤΟ, αρκετά εκ των οποίων ανήκουν στην ΕΕ, συμφώνησαν ότι με τον πόλεμο στην Ουκρανία ήταν πλέον αδύνατον να παραμένουν περιθωριοποιημένα αναφορικά με την ανάληψη των ανώτατων αξιωμάτων της Ένωσης. Ωστόσο πολλοί εκτιμούσαν πως το να δοθεί η κορυφαία θέση ασφαλείας σε μία ηγετική προσωπικότητα της Βαλτικής ήταν ένα πολύ δυνατό μήνυμα προς τον Ρώσο πρόεδρο Πούτιν.
Ένας ακόμα άγνωστος παράγοντας είναι οι επικείμενες αμερικανικές προεδρικές εκλογές – και επομένως ποιος θα είναι σε θέση να διαχειριστεί με τον καλύτερο τρόπο τον Ντόναλντ Τραμπ, σε περίπτωση που αυτός επιστρέψει στον Λευκό Οίκο.
Η Κάλλας δεν φάνηκε να θορυβείται καθόλου και στήριξε τον Μαρκ Ρούτε ως τον επόμενο επικεφαλής του ΝΑΤΟ. Παρατηρητές πάντως θεωρούν πως η αδιάφορη αντίδρασή της ίσως να ήταν μέρος μίας ευρύτερης συμφωνίας, η οποία άνοιξε τον δρόμο στην πρώην Εσθονή πρωθυπουργό για τη θέση της Ύπατης Εκπροσώπου της ΕΕ για θέματα Εξωτερικής Πολιτικής, θέση για την οποία προτάθηκε τον Ιούνιο.
Η 47χρονη Κάλλας ήταν μία από τους πρώτους ηγέτες της ΕΕ που προειδοποίησε για τα επεκτατικά σχέδια του Πούτιν, τονίζοντας επιπλέον στους συναδέλφους της πως δεν πρέπει να πέσουν στην «παγίδα» του να πιστέψουν πως οι καλές εμπορικές σχέσεις με τη Μόσχα θα μπορούσαν να αποτρέψουν την κρίση, στην οποία βρέθηκε η Ευρώπη με τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία.
«Η επιλογή αυτή δείχνει πως η Κάλλας εκπροσωπεί την επικρατούσα άποψη των κυβερνήσεων της ΕΕ», δήλωσε η Μέριλι Αργιάκας από τη δεξαμενή σκέψης International Centre for Defence and Security (ICDS) στο Ταλίν της Εσθονίας.
Όσα έχει να επιδείξει η Κάλλας, καθώς και η διαίσθησή της, φαίνεται ότι θεωρούνται σημαντικά πλεονεκτήματα στην προσπάθεια της ΕΕ να λάβει πιο δραστικά μέτρα απέναντι στη ρωσική απειλή – υπάρχουν σκέψεις ακόμη και για επιστροφή της στρατιωτικής θητείας.
Οι προτεραιότητες της Κάλλας στην εξωτερική πολιτική
Διάφοροι ειδικοί δήλωσαν στην DW πως η Κάλλας αποτελεί τη σωστή επιλογή και δη στη σωστή χρονική στιγμή για την εξωτερική πολιτική, διότι κατά την επόμενη πενταετία η ΕΕ θα πρέπει να επικεντρωθεί στο πώς θα ενισχύσει την άμυνά της απέναντι στη Ρωσία.
Ως πρωθυπουργός της Εσθονίας, μίας πολύ μικρής χώρας που ως το 1991 ήταν μέρος της Σοβιετικής Ένωσης, αλλά και ως κόρη μιας γυναίκας που εξορίστηκε στη Σιβηρία, η Κάλλας είναι σε θέση να καταλάβει απολύτως τι θα μπορούσε να συμβεί σε περίπτωση που η Ουκρανία χάσει τον πόλεμο με τη Ρωσία ή υποχρεωθεί να παραδώσει μέρος της επικράτειάς της.
Κορυφαία προτεραιότητά της ως επικεφαλής της ευρωπαϊκής διπλωματίας θα είναι να διασφαλίσει ότι οι Ευρωπαίοι είναι πανέτοιμοι να αποτρέψουν μία πιθανή ρωσική προέλαση στο μέλλον.
Ο πόλεμος στην Ουκρανία έχει φέρει στο φως πολλά από τα ευάλωτα σημεία της Ευρώπης – όπως για παράδειγμα την περιορισμένη παραγωγή πυρομαχικών. Η Κάλλας έχει προτείνει έναν κοινό δανεισμό από την ΕΕ για τη χρηματοδότηση της επέκτασης των αμυντικών δυνατοτήτων της Ένωσης. Παρά το γεγονός ότι ο Γάλλος πρόεδρος Μακρόν στηρίζει την εν λόγω ιδέα, η Κάλλας μάλλον θα δυσκολευτεί να πείσει πιο πειθαρχημένες δημοσιονομικά χώρες, όπως η Γερμανία.
Την ίδια στιγμή πολλοί ανησυχούν ότι ίσως προκύψουν διαμάχες μεταξύ των κρατών-μελών της ΕΕ, αλλά και ότι με τα σχέδια της Κάλλας για τη Ρωσία θα μπορούσε να κλέψει τις εντυπώσεις από τον επόμενο επικεφαλής του ΝΑΤΟ, Μαρκ Ρούτε.
«Στην περίπτωση στρατιωτικής κρίσης είναι σημαντικό ποιος δίνει διαταγές σε ποιον και το πώς λειτουργεί πραγματική η ιεραρχία. Αυτό είναι το ΝΑΤΟ από στρατιωτικής σκοπιάς», ξεκαθάρισε η Κάλλας τον Μάρτιο. «Όμως η ενίσχυση της αμυντικής βιομηχανίας είναι κάτι στο οποίο έχει λόγο και η ΕΕ».
Η μεγαλύτερη πρόκληση για την Κάλλας θα είναι η χάραξη της εξωτερικής πολιτικής σε άλλες περιοχές, όπως για παράδειγμα στις σχέσεις με το Ιράν, την Κίνα και τη Μέση Ανατολή.
Διαβάστε περισσότερα στη DW