«Η μοναδική δύναμη που λέει: “Δεν πάει άλλο, χρειάζεται αλλαγή!” είναι η AfD». Ο Μπιορν Χέκε είναι ο επικεφαλής της ακροδεξιάς Εναλλακτικής για τη Γερμανία στη Θουριγγία. Την 1η Σεπτεμβρίου στο κρατίδιο αυτό της πρώην Ανατολικής Γερμανίας θα γίνουν εκλογές για την ανάδειξη της τοπικής κυβέρνησης. Το ίδιο και στη Σαξονία. Και στα δύο αυτά κρατίδια, όπως και στο Βρανδεμβούργο, όπου οι εκλογές θα διεξαχθούν τρεις εβδομάδες αργότερα, η Ακροδεξιά προηγείται σταθερά στις δημοσκοπήσεις. Αυτό εξηγεί και την αυτοπεποίθηση του Χέκε, που φιλοδοξεί να γίνει πρωθυπουργός.
Οι πρώην υπάκουοι δεν θέλουν πια να υπακούσουν
Πηγαίνουν αλλιώς τα ρολόγια στην άλλοτε πατρίδα των εργατών και αγροτών; Τι λέει ένας από εκείνους που χειροκροτούν τα λεγόμενα του Χέκε: «Ήμασταν υπάκουοι τότε στην DDR και αφήναμε να μας λένε τι θα κάνουμε. Και αυτό συμβαίνει και τώρα».
Η ψήφος στην Ακροδεξιά ως πράξη ανυπακοής; Ο Ίλκο Ζάσα Κόβαλτσουκ είναι ιστορικός. Έχει μεγαλώσει στην πρώην σοσιαλιστική Γερμανία και έχει μελετήσει ενδελεχώς την ιστορία και την κοινωνία της. Τριανταπέντε χρόνια μετά την πτώση του Τείχους παραδέχεται ότι στην πρώην ανατολική πλευρά του τον τόνο συνεχίζει να δίνει η ανασφάλεια.
«Τι είναι το σημαντικότερο για τους ανθρώπους; Η ασφάλεια. Ασφάλεια στον σχεδιασμό για το μέλλον. Ασφάλεια στην καθημερινότητα. Αλλά ζούμε σε μια εποχή που κανείς δε μπορεί να δώσει αυτή την ασφάλεια, γιατί δεν ξέρουμε τι θα φέρει το μέλλον».
Ο Κόβαλτσουκ παραδέχεται ότι το σοκ της ενοποίησης με το χάσιμο εκατομμυρίων θέσεων εργασίας ήταν πράγματι τεράστιο. Από την άλλη όμως, σε καμιά χώρα της πρώην ανατολικής Ευρώπης το κράτος δεν δαπάνησε τόσα χρήματα όσο στη Γερμανία, για να μειώσει τις συνέπειες αυτού του σοκ. Αλλά μια από τις κληρονομιές του παρελθόντος είναι κατά τη γνώμη του μια στρεβλή αντίληψη για τον ρόλο του κράτους.
«Το κράτος πατερούλης οφείλει να μου λύσει όλα τα προβλήματα. Και όταν δεν μπορεί να το κάνει σε μια φιλελεύθερη δημοκρατία, τότε έρχεται μια βαθιά απογοήτευση. Τότε του γυρνώ την πλάτη και θεωρώ ότι είμαι ένας ισχυρός επικριτής αυτού του κράτους».
Διαβάστε περισσότερα στη Deutsche Welle