Η ιστορία επαναλαμβάνεται, την πρώτη φορά σαν τραγωδία, τη δεύτερη σαν φάρσα. Το γνωμικό που αποδίδεται στον Καλρ Μαρξ θα μπορούσε να είναι επίκαιρο με φόντο τις δημοσιονομικές εξελίξεις στη γερμανική πρωτεύουσα και τον αγώνα δρόμου μέχρι την εκπνοή του χρόνου για την επικύρωση του συμπληρωματικού προϋπολογισμού του 2023, μετά το πάγωμα της μεταφοράς κονδυλίων, ύψους 60 δισ. ευρώ, με απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου.
Ο προϋπολογισμός του 2024 μάλλον θα πάρει παράταση, με ανοιχτό το ενδεχόμενο περικοπών σε κοινωνικές παροχές. Ήδη οι δαπάνες όλων των υπουργείων περιστέλλονται.
Εν μέσω συζητήσεων και διαβουλεύσεων στην Ολομέλεια της γερμανικής Βουλής, η Deutsche Welle συνομίλησε με Γερμανούς βουλευτές που έζησαν, από διαφορετικά πόστα, τη δεκαετία της ευρωκρίσης και το βαθύ ρήγμα στις ελληνογερμανικές σχέσεις. Και μπορεί πλέον η κρίση χρέους της Ελλάδας να έχει ρυθμιστεί, η τρόικα να έχει φύγει και η Ελλάδα να αναβαθμίζεται από διεθνείς οίκους αξιολόγησης, όμως οι μνήμες από τις προσταγές λιτότητας επί Μέρκελ-Σόιμπλε παραμένουν νωπές.
Και ανασύρονται, ειδικά όταν ο ευρωπαϊκός νότος παρακολουθεί να εκτυλίσσεται μια νέα δημοσιονομική κρίση, αυτή τη φορά στο Βερολίνο, με πρωταγωνίστρια την κυβέρνηση της ισχυρότερης οικονομίας στην Ευρώπη, που μοιάζει να αυτοσχεδιάζει προκαλώντας ανησυχία στην ευρωζώνη.
Πώς έφτασε η Γερμανία στην κρίση
«Ναι, αρχικά πρέπει να παραδεχτούμε ότι υπάρχει μια κρίση στη Γερμανία, η οποία προκλήθηκε από την απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου. Όμως είναι μια κρίση που μπορούμε να λύσουμε». Αυτό τουλάχιστον εκτιμά ο Στέφαν Ζάιτερ, βουλευτής των Φιλελευθέρων και καθηγητής Οικονομικών σε δηλώσεις του στην DW. «Η απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου, με την οποία πρέπει να συμμορφωθούμε, μας λέει ότι πρέπει να ακολουθήσουμε δημοσιονομική βιωσιμότητα και πειθαρχία. Αυτό θα μπορούσε να λειτουργήσει ως πρότυπο για την Ε.Ε. και τις χώρες της Ευρωζώνης, με την έννοια ότι η εφαρμογή των φορολογικών κανόνων, της δημοσιονομικής πειθαρχίας οδηγεί σε λιγότερο δημόσιο χρέος», εκτιμά ο ίδιος.
«Σεβόμαστε την απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου. Μέχρι στιγμής μπορούσαμε να κηρύξουμε κατάσταση έκτακτης δημοσιονομικής ανάγκης για περισσότερα χρόνια και πλέον το Συνταγματικό Δικαστήριο μας λέει ότι θα πρέπει να κάνουμε αυτή την αξιολόγηση κάθε χρόνο σε ετήσια βάση. Θα το κάνουμε, δουλεύουμε πάνω σε αυτό», ανέφερε στην DW από την πλευρά του o Kάρστεν Τρέγκερ, βουλευτής των Σοσιαλδημοκρατών.
Για τον Ζάιτερ πάντως το ερώτημα πώς η Γερμανία έφτασε ως εδώ, πρέπει να απαντηθεί λαμβάνοντας υπόψιν τις διαδοχικές κρίσεις των τελευταίων χρόνων, από την πανδημία και τη φυσική καταστροφή στην κοιλάδα του Άαρ μέχρι τον πόλεμο στην Ουκρανία και την ενεργειακή κρίση. «Η παρούσα κρίση ήταν το αποτέλεσμα πολλών εξωτερικών σοκ και πολλαπλών κρίσεων» όπως εξηγεί.
Ο Σόιμπλε έκανε λάθη απέναντι στην Ελλάδα
Την ίδια ώρα αρκετές φωνές στη νότια Ευρώπη επιχαίρουν για τη χαοτική δημοσιονομική κατάσταση στη Γερμανία. Όπως προσφάτως ο πρώην υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας επί διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, Παναγιώτης Λαφαζάνης, ο οποίος σχολίαζε προ ημερών στην Bild ότι «η γερμανική κυβέρνηση θα πρέπει να επιβάλει έκτακτους φόρους για να λύσει το πρόβλημα». Μάλιστα σκωπτικά πρότεινε ως άλλη λύση «να πουληθεί δημόσια περιουσία, όπως γερμανικά νησιά», παραπέμποντας στις παραινέσεις της Bild εν έτει 2010 προς τους τότε «χρεοκοπημένους Έλληνες» να πουλήσουν ελληνικά νησιά για να αποπληρώσουν το δυσθεώρητο χρέος.
«Ίσως να αποτελεί ειρωνεία της ιστορίας ότι η Γερμανία βρίσκεται σε ανάλογη κατάσταση σήμερα, αλλά ταυτόχρονα μας δείχνει ότι είναι σημαντικό να υπάρχει δημοσιονομική σταθερότητα και ισορροπημένος προϋπολογισμός» σχολιάζει με αφορμή τα δείγματα χαιρεκακίας στον ευρωπαϊκό νότο ο Στέφαν Ζάιτερ.
Αλλά και η Λίζα Μπάντουμ, βουλευτής των Πρασίνων και επικεφαλής της Κοινοβουλευτικής Ομάδας Ελληνογερμανικής Φιλίας, αναφέρει ότι κατανοεί την χαιρεκακία που μπορεί να εκπορεύεται από τον ευρωπαϊκό νότο. «Η Γερμανία παρουσιαζόταν αρκετές φορές ως δάσκαλος της Ευρώπης (…) ιδίως ο κύριος Σόιμπλε. Ήδη από τότε πίστευα ότι κάτι τέτοιο είναι λάθος και τώρα βλέπουμε ότι ένα τόσο ανελαστικό χρεο-φρένο δεν ανταποκρίνεται στους καιρούς» εκτιμά η Λίζα Μπάντουμ.