Απαραίτητη η ταχύτατη εκκαθάριση των ισολογισμών των τραπεζών από τα «κόκκινα δάνεια» – Άμεση η ανάγκη ολοκλήρωσης της τραπεζικής ενοποίησης με πανευρωπαϊκή εγγύηση καταθέσεων – Οι πολιτικοί κίνδυνοι που απειλούν την ανάπτυξη – Εύσημα στη νομισματική πολιτική της ΕΚΤ
της Σοφίας Ζαφείρη
Το τραπεζικό σύστημα και τα μεγάλα προβλήματά του, με κυριότερο το υψηλό επίπεδο μη εξυπηρετούμενων δανείων, είναι μία από τις «νάρκες» που μπορούν να τινάξουν στον αέρα τόσο οικονομικά όσο και πολιτικά την Ευρωζώνη, όπως τονίζει στην έκθεσή του το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, η οποία δόθηκε σήμερα στη δημοσιότητα.
Μοναδική λύση προκειμένου το παραπάνω σενάριο να μην εξελιχθεί σε μία εφιαλτική πραγματικότητα για το ευρώ είναι, πάντα κατά το ΔΝΤ, να υπάρξει «συγκέντρωση» δυνάμεων στον τραπεζικό κλάδο και φυσικά να «καθαρίσουν» οι ισολογισμοί των τραπεζών από τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια.
Αξίζει να σημειωθεί ότι το Ταμείο επικεντρώνεται στο πρόβλημα των ευρωπαϊκών τραπεζών, με ειδική αναφορά που φέρει τον τίτλο «Μπορούν οι ευρωπαϊκές τράπεζες να ξεφύγουν από τα προβλήματά τους;» σε μία περίοδο όπου οι ιταλικοί χρηματοοικονομικοί όμιλοι βρίσκονται υπό ασφυκτική πίεση και η κυβέρνηση Ρέντσι αναζητά διέξοδο προκειμένου να μην υπάρξει κατάρρευση κάποιου εξ αυτών ή εξ ανάγκης εφαρμογή της οδηγίας του bail-in.
Τονίζει ακόμη ότι θα πρέπει να τεθούν πιο φιλόδοξοι στόχοι αναφορικά με το «ξεκαθάρισμα» των μη εξυπηρετούμενων δανείων, αλλά και λιγότερη κρατική παρεμβατικότητα στην εποπτεία των τραπεζών. Η βελτίωση των κανόνων που ισχύουν προκειμένου μία τράπεζα να χρεοκοπήσει μπορούν, επίσης, να βοηθήσουν στην ανάκαμψη του κλάδου.
Παράλληλα το Ταμείο – κάτι το οποίο σίγουρα θα δυσαρεστήσει αρκετά το Βερολίνο – υπογραμμίζει ότι η εφαρμογή της πανευρωπαϊκής εγγύησης καταθέσεων θα πρέπει να εφαρμοστεί άμεσα, προκειμένου να ολοκληρωθεί η αναγκαία τραπεζική ενοποίηση στην Ευρωζώνη. Με αυτόν τον τρόπο θα ενισχυθεί η ρευστότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος, ενώ θα υπάρξει και καλύτερος τρόπος διαχείρισης του ρίσκου.
Ήπια ανάπτυξη
Αναφορικά με την ανάπτυξη της Ευρωζώνης το Ταμείο υποστηρίζει ότι είναι «μετρημένη», εκτιμώντας ότι το ΑΕΠ της περιοχής θα τρέξει με ρυθμό 1,6% φέτος, αλλά αυτός θα υποχωρήσει στο 1,4% το 2017. Ο πληθωρισμός δεν αναμένεται να πιάσει τον στόχο της ΕΚΤ, με πρόβλεψη ότι θα διαμορφωθεί φέτος στο 0,2% και θα ανακάμψει στο 1,1% το επόμενο έτος. Εν γένει η Ευρωζώνη μπορεί, εάν ισχύσουν συγκεκριμένες προϋποθέσεις, ένα μέσο όρο ανάπτυξης 1,5% εντός της επόμενης 5ετίας και ο μέσος πληθωρισμός θα αγγίξει το 1,7%.
Αύξηση του πολιτικού ρίσκου
Όμως η οικονομία της Ευρωζώνης βρίσκεται αντιμέτωπη με αρκετούς κινδύνους, το μεγαλύτερο μέρος των οποίων είναι πολιτικής φύσης και συμβαίνουν στο εσωτερικό της ζώνης του ευρώ. Σε αυτούς περιλαμβάνονται οι παράπλευρες απώλειες που μπορεί να επιφέρει το Brexit σε αρκετούς τομείς της οικονομίας, η προσφυγική κρίση ή οι φόβοι για την ασφάλεια που μπορούν να οδηγήσουν σε ακόμη μεγαλύτερη αβεβαιότητα τους πολίτες, είναι παράγοντες που μπορούν να εκτροχιάσουν την ευρωοικονομία και να καθυστερήσουν τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις.
Στους κινδύνους, φυσικά, εντάσσεται και το προβληματικό τραπεζικό σύστημα αρκετών χωρών, ενώ ο χαμηλός ρυθμός ανάπτυξης σε συνδυασμό με τον ήπιο πληθωρισμό καθιστούν την οικονομία της Ευρωζώνης «ευαίσθητη» σε περαιτέρω σοκ.
Ανάγκη διευρυμένης συνεργασίας
Εάν τα κράτη-μέλη της Ευρωζώνης δεν συνεργαστούν στενά προκειμένου να λύσουν από κοινού τα προβλήματα της περιοχής, αυτό θα πλήξει τόσο την εμπιστοσύνη όσο και την οικονομία. Η Ευρωζώνη οφείλει να προωθήσει περισσότερο τις πολιτικές που οδηγούν σε μεγαλύτερη και ταχύτερη ενοποίηση, ούτως ώστε η περιοχή να επανακτήσει την χαμένη αξιοπιστία της. Ταυτόχρονα οι χώρες θα πρέπει να προσπαθήσουν με πιο έντονο τρόπο να ενσωματώσουν τους πληθυσμούς των προσφύγων στην αγορά εργασίας τους, ενώ θα πρέπει να αλλάξει και το πανευρωπαϊκό καθεστώς ασύλου.
Κλειδί οι μεταρρυθμίσεις
Όπως τονίζει το ΔΝΤ σχεδόν σε κάθε έκθεσή του, είτε αφορά ευρύτερες περιοχές του πλανήτη είτε μεμονωμένες χώρες, χωρίς προώθηση μεταρρυθμίσεων καμία οικονομία δεν μπορεί να προχωρήσει.
Βασικοί τομείς που χρίζουν ανάγκη μεταρρυθμίσεων είναι αυτός αγοράς εργασίας και επενδύσεων, προκειμένου να βελτιωθεί το επιχειρηματικό κλίμα και να υπάρξει προσέλκυση επενδύσεων.
Το Ταμείο ζητά να δημιουργηθεί μία κοινή αγορά στους κλάδους υπηρεσιών, ενέργειας, μεταφορών, ψηφιακού εμπορίου και «κανονικού» εμπορίου αλλά και να αρθούν όλοι οι περιορισμοί, καθώς αυτές οι κινήσεις θα έχουν ως αποτέλεσμα να ενισχυθεί η παραγωγικότητα αλλά και να μειωθούν τα υψηλά επίπεδα ανεργίας που καταγράφονται σε αρκετές χώρες της Ευρωζώνης.
Ενίσχυση της στοχευμένης δημοσιονομικής πολιτικής
Με δεδομένο ότι αρκετές χώρες της περιοχής είναι «φορτωμένες» με υψηλό χρέος, οι δυνατότητες που έχουν για να στηρίξουν την ανάπτυξη των οικονομιών τους είναι περιορισμένες. Αυτές χώρες θα πρέπει να αλλάξουν το μείγμα της δημοσιονομικής πολιτικής που εφαρμόζουν με τέτοιο τρόπο ώστε να στηριχθεί η ανάπτυξη και να εκμεταλλευθούν στο έπακρο τη χαλαρή νομισματική πολιτική που εφαρμόζει η ΕΚΤ.
Επίσης το Ταμείο τάσσεται υπέρ της διατήρησης της χαλαρής νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ, τονίζοντας ότι μπορεί να υπάρξει ανάγκη για περαιτέρω μείωση των επιτοκίων σε περίπτωση που ο πληθωρισμός παραμείνει σε χαμηλά επίπεδα.