Σημαντικές αποκλίσεις από τις γερμανικές θέσεις αναμένεται να έχει η πρόταση της της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τη μεταρρύθμιση των δημοσιονομικών κανόνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που θα θα δοθεί σήμερα στη δημοσιότητα. Στο επίκεντρο βρίσκονται οι ετήσιοι στόχοι για τη μείωση του δημόσιου χρέους των κρατών μελών.
Σύμφωνα με ανώνυμες πηγές του Bloomberg, η Κομισιόν, ο εκτελεστικός πυλώνας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, συμφώνησε την Τρίτη να προτείνει ένα σύστημα κριτηρίων αναφοράς το οποίο θα καταργήσει τους αυστηρούς όρους του παρελθόντος.
Αντί για την υποχρέωση τήρησης των αυστηρών στόχων για τη μείωση του χρέους που ζητά το Βερολίνο, τα κράτη μέλη θα κληθούν απλώς να μειώσουν τα επίπεδα χρέους μέχρι το τέλος των μεσοπρόθεσμων δημοσιονομικών τους σχεδίων, σύμφωνα πάντα με τις πηγές. Τα παραπάνω άλλωστε αναφέρει και χθεσινό δημοσίευμα των Financial Times.
Η υποχρέωση για ετήσια διαρθρωτική δημοσιονομική προσπάθεια της τάξης του 0,5% του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος σε περίπτωση υπερβολικών ελλειμμάτων θα παραμείνει σε ισχύ. Οι χώρες με δημοσιονομικά ελλείμματα μεγαλύτερα του 3% του ΑΕΠ ή επίπεδα χρέους άνω του 60% του ΑΕΠ θα πρέπει να διατηρήσουν τις δαπάνες κάτω από τη μεσοπρόθεσμη ανάπτυξη.
Ορισμένα στοιχεία της πρότασης θα απαιτήσουν ομόφωνη έγκριση των κρατών μελών, με δύσκολες διαπραγματεύσεις να είναι πιθανές τους επόμενους μήνες. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο πρέπει επίσης να δώσει τη συγκατάθεσή του σε μέρη της δέσμης μέτρων.
Η ΕΕ αναθεωρεί τους κανόνες της για τις δημόσιες δαπάνες, γνωστούς ως Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης, ώστε να δώσει μεγαλύτερη ευχέρεια στις εθνικές κυβερνήσεις να αποφασίζουν για τη δική τους δημοσιονομική πορεία και να επιτρέψει επενδύσεις σε τομείς προτεραιότητας όπως η πράσινη ενέργεια και η άμυνα. Ταυτόχρονα, η μεταρρύθμιση θα ενισχύσει την επιβολή του πλαισίου.
Αυστηρούς κανόνες θέλει ο Λίντνερ
Ένα από τα μεγαλύτερα σημεία διαφωνίας ήταν το πώς θα βρεθεί ισορροπία μεταξύ της ευελιξίας που δίνεται στα εθνικά κράτη για την προσαρμογή των προϋπολογισμών και της ίσης μεταχείρισης των χωρών. Η Γερμανία ανησυχούσε ιδιαίτερα ότι η Επιτροπή θα ήταν υπερβολικά επιεικής απέναντι στα υπερχρεωμένα κράτη.
Ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών Κρίστιαν Λίντνερ θέλει τα υπερχρεωμένα κράτη μέλη να υποχρεούνται να μειώνουν το δημόσιο χρέος κατά 1% ετησίως και κατά 0,5% στις περιπτώσεις με μικρότερο δημόσιο χρέος.
Σε άρθρο του που δημοσιεύθηκε την Τρίτη στην εφημερίδα Financial Times, επέμεινε και πάλι ότι «τα υγιή δημόσια οικονομικά αποτελούν προϋπόθεση για να καταστεί δυνατή η οικονομική ανάπτυξη στην ΕΕ».
Ο Γερμανός υπουργός θεωρεί ότι για να επιτευχθούν αυτοί οι στόχοι, οι τιμές αναφοράς του 3% του ΑΕΠ για τον λόγο του ελλείμματος, και του 60% του ΑΕΠ για το λόγο χρέους πρέπει να παραμείνουν ανέπαφες, και τονίζει ότι η διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος σε περίπτωση παραβίασης του κριτηρίου δεν πρέπει να αλλάξει.
Υπό την πίεση ορισμένων κυβερνήσεων, συμπεριλαμβανομένης αυτής του Βερολίνου, οι υπουργοί Οικονομικών της ΕΕ συμφώνησαν τον περασμένο μήνα ότι ένα από τα ζητήματα που χρήζουν περαιτέρω διευκρινίσεων ήταν «η καταλληλότητα και ο σχεδιασμός κοινών ποσοτικών δεικτών αναφοράς για τη στήριξη του μεταρρυθμισμένου πλαισίου».
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αρνήθηκε να σχολιάσει τις λεπτομέρειες του σχεδίου πρότασης, το οποίο εξακολουθεί να υπόκειται σε αλλαγές μέχρι την έγκρισή του την Τετάρτη.
Τα μέτρα είναι πιο αυστηρά σε σχέση με τους αρχικούς κανόνες που είχε θέσει επί τάπητος η Κομισιόν, όμως είναι βέβαιο ότι θα δυσαρεστήσουν τη Γερμανία. Ο υπουργός Οικονομικών, Κρίστιαν Λίντνερ, έχει ταχθεί επανειλημμένως υπέρ της τήρησης ενός αυστηρού πλαισίου.
Τι ζητούν οι χώρες του Νότου
Οι μεγάλες διαφορές στα επίπεδα χρέους μεταξύ των χωρών φαίνεται να καθιστούν πλέον μη ρεαλιστική την ομοιόμορφη εφαρμογή των κοινών κανόνων σε ολόκληρη την ΕΕ.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει ζητήσει μεν την επιστροφή σε αυστηρούς δημοσιονομικούς κανόνες με στόχο τη μείωση του δημοσίου χρέους και των ελλειμμάτων, αλλά με ευελιξία. Λαμβάνοντας δηλαδή υπόψη τις ιδιαιτερότητες κάθε κράτους- μέλους ξεχωριστά. Η πρόταση της Κομισιόν υποστηρίζεται από τη Γαλλία και τις υπερχρεωμένες χώρες του Νότου, όπως η Ελλάδα και η Ιταλία.
Βάσει της αντιπρότασης της Γερμανίας, με την οποία ορίζονται αριθμητικά όρια και ενιαίοι κανόνες στη μείωση του χρέους, οι χώρες με «υψηλό χρέος» θα πρέπει να λαμβάνουν μέτρα μείωσής του κατά 1% ανά έτος, ενώ οι χώρες με «μέσο επίπεδο χρέους» κατά 0,5%. Αν και δεν είναι ξεκάθαρο ποια κράτη – μέλη θα εντάσσονται στην πρώτη κατηγορία και ποια στη δεύτερη, η Ελλάδα, με ποσοστό χρέος στο 171,3% του ΑΕΠ και η Ιταλία με 147% του ΑΕΠ, είναι βασικές υποψήφιες για την κατηγορία του 1% ανά έτος.
Η πρόταση της Κομισιόν θα τεθεί προς συζήτηση στις επόμενες συνεδριάσεις του Eurogroup και του Ecofin στις Βρυξέλλες. Οι υπουργοί Οικονομικώνθα συζητήσουν τη μεταρρύθμιση του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης. Πρόκειται για μία αναγκαστική διαδικασία καθλως η Γερμανία κατάφερε να αποτρέψει την έγκριση της πρότασης που υπέβαλε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στη σύνοδο Ecofin στα μέσα του προηγούμενου μήνα.
Η μεταρρύθμιση του συμφώνου ξεκίνησε για πρώτη φορά τον Φεβρουάριο του 2020. Στη συνέχεια, οι κανόνες ανεστάλησαν λόγω πανδημίας για να επιτρέψουν τις πρόσθετες δαπάνες που απαιτούνταν και παρέμειναν σε αναστολή για να αντιμετωπιστούν οι επιπτώσεις της εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία. Αναμένεται να ισχύσουν ξανά από τον Ιανουάριο και ορισμένα κράτη-μέλη έχουν προειδοποιήσει ότι το ισχύον σύστημα δεν είναι κατάλληλο για το σκοπό του, δεδομένων των περιορισμών που επιβάλλει στις επενδύσεις.
«Υπάρχει πολύ μεγαλύτερη συναίνεση από ό,τι μπορεί να νομίζετε όσον αφορά την ανάγκη για τέτοιους κανόνες», δήλωσε προσφάτως ο Πάσκαλ Ντόναχιου, πρόεδρος του Eurogroup, στο Bloomberg. «Πρέπει να έχουμε αξιόπιστους μεσοπρόθεσμους δημοσιονομικούς κανόνες», πρόσθεσε.
Παρά τις δύσκολες διαπραγματεύσεις που βρίσκονται μπροστά μας, μια συμφωνία εντός του προβλεπόμενου χρονοδιαγράμματος είναι εφικτή, δήλωσαν αξιωματούχοι.
Διαβάστε ακόμη
Βούτσιτς (ΕΚΤ): Δεν έχουμε άλλη επιλογή πέρα από την αύξηση των επιτοκίων
Στην κατάσχεση των περιουσιακών στοιχείων δύο ξένων ενεργειακών εταιρειών προχώρησε η Μόσχα
Τι «βλέπει» η S&P για τις ελληνικές τράπεζες – Οι αναβαθμίσεις και τα επόμενα ορόσημα
Για όλες τις υπόλοιπες ειδήσεις της επικαιρότητας μπορείτε να επισκεφτείτε το Πρώτο ΘΕΜΑ