Λίγο πριν μας αποχαιρετήσει το 2023 τα 27 κράτη-μέλη της Ε.Ε. κατέληξαν σε συμφωνία για τους νέους κανόνες δημοσιονομικής πειθαρχίας. Ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών Κρίστιαν Λίντνερ επικρότησε τους νέους κανόνες, τονίζοντας πως αυτοί «συνδυάζουν τους ξεκάθαρους στόχους για χαμηλά ελλείμματα και ποσοστά χρέους με τα κίνητρα για επενδύσεις και διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις».
Η tageszeitung, πάντως, επικρίνει τη συμφωνία: «Αυτό έλειπε τώρα: μετά τη Γερμανία θεσπίζεται χρεόφρενο και στην Ε.Ε. Ειδικά σε μία περίοδο που απαιτούνται μεγάλες επενδύσεις λόγω της κλιματικής κρίσης και του πολέμου στην Ουκρανία, η Ευρωζώνη θέλει να κάνει οικονομία. O υπουργός Οικονομικών Λίντνερ έχει κάνει….. σπουδαία δουλειά – μετά το πρόγραμμα για περικοπές στο Βερολίνο, ο πολιτικός του FDP άφησε το στίγμα του και στις Βρυξέλλες.
[…] Η μεταρρύθμιση κινείται προς τη λάθος κατεύθυνση. Θα ήταν πιο λογικό να στείλουμε το ξεπερασμένο Σύμφωνο Σταθερότητας στο χρονοντούλαπο της ιστορίας». Ή τουλάχιστον θα μπορούσε «να συνεχιστεί το πάγωμα των κανονισμών που ανεστάλησαν κατά την πανδημία. Με αυτόν τον τρόπο η Ε.Ε. θα είχε περισσότερο χρόνο να διαμορφώσει μία πραγματική, βιώσιμη μεταρρύθμιση και όχι ένα ελλιπές σχέδιο. Όμως ο Λίντνερ ήταν αντίθετος σε αυτό».
«Το τέλος της υπόσχεσης σταθερότητας του ευρώ» τιτλοφορείται σχόλιο της οικονομικής επιθεώρησης Handelsblatt. Η γερμανική εφημερίδα αναφέρει πως «όποιος βρίσκει αξία στο ίδιο το γεγονός ότι τα κράτη-μέλη, που μονίμως διαφωνούν, κατέληξαν σε συμφωνία, μπορεί να είναι ικανοποιημένος. Αυτό όμως είναι το μοναδικό ευχάριστο νέο αναφορικά με τους νέους κανόνες για το χρέος». Και αυτό διότι το αποτέλεσμα των διαπραγματεύσεων είναι ένας «τυπικός ευρωπαϊκός συμβιβασμός, ο οποίος προστατεύει τα συμφέροντα όλων των μερών και ως εκ τούτου δεν λύνει κανένα πρόβλημα». Κατά τη γερμανική εφημερίδα η συμφωνία «αυξάνει τον κίνδυνο να μετατραπεί το ευρώ σε ένα αδύναμο νόμισμα» και δεδομένου του εμμένοντος πληθωρισμού πρόκειται τελικά για έναν συμβιβασμό που «δεν συνάδει με έναν προσανατολισμό προς τη σταθερότητα».
Διαβάστε τη συνέχεια στη DW