Η Γερμανία για ακόμη μία φορά είναι «ο ασθενής της Ευρώπης» και αρκετοί αναλυτές σπεύδουν να προειδοποιήσουν ότι οι επί τάπητος προκλήσεις, ιδίως στον τομέα της εθνικής ενεργειακής στρατηγικής, στρώνουν τον δρόμο για την άνοδο των ακροδεξιών κομμάτων.
Η κατάσταση στη μεγαλύτερη οικονομία της Γηραιάς Ηπείρου, από τους περισσότερους οικονομολόγους, περιγράφεται ως ζοφερή. Η μεταποίηση συνεχίζει να κατρακυλά σε αρνητικό έδαφος, ενόσω η χώρα καλείται να διαχειριστεί τις υψηλές τιμές ενέργειας.
Η ετικέτα του «ασθενούς της Ευρώπης» είχε πρωτοχρησιμοποιηθεί για τη Γερμανία το 1998, όταν η χώρα προσπαθούσε να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις της πρόσφατης ενοποίησης. Όμως, τις τελευταίες εβδομάδες, η ίδια ετικέτα έχει αρχίσει εκ νέου να κυκλοφορεί ευρέως.
«Δεν είναι ένα βραχυπρόθεσμο φαινόμενο» τονίζει στο CNBC ο Χανς Βέρνερ Σιν, επικεφαλής του εμβληματικού ινστιτούτου Ifo. «Σχετίζεται με την αυτοκινητοβιομηχανία, η οποία αποτελεί την καρδιά της γερμανικής οικονομίας. Τα αυτοκίνητα συνιστούν το βασικό προϊόν της χώρας, καταλαμβάνοντας μερίδιο 15,6% στις εξαγωγές αγαθών.
Τον Μάιο του 2022, το εμπορικό ισοζύγιο αποδείχθηκε ελλειμματικό για πρώτη φορά έπειτα από αρκετές δεκαετίες, φθάνοντας στο 1 δισ. ευρώ. Σήμερα, βέβαια, η χώρα έχει επιστρέψει στο πλεόνασμα (18,7 δισ. ευρώ τον Ιούνιο του 2023), αλλά το πρόβλημα των μειωμένων εξαγωγών παραμένει επί τάπητος.
«Βουτιά» στο επιχειρηματικό κλίμα
Οι επενδυτές, όπως προκύπτει από δημοσίευμα του CNBC, αμφισβητούν την ικανότητα της Γερμανίας να πετύχei τους στόχους βιωσιμότητας, κάτι το οποίο ενισχύει τον χαρακτηρισμό του «ασθενούς της Ευρώπης».
Ένας από τους βασικούς στόχους του Βερολίνου είναι ο μηδενισμός των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα έως το 2045. Αυτό επιτάσσει μια ολική και οριστική απομάκρυνση από το ρωσικό φυσικό αέριο.
Όμως, αρκετοί περιγράφουν τον στόχο της απεξάρτησης ως «ακραία αισιόδοξο».
«Η εξάρτηση από τις ανανεώσιμες τεχνολογίες, όπως τον αέρα και τον ήλιο, θα μπορούσε να πυροδοτήσει προβλήματα μεταβλητότητας, κάτι το οποίο εγείρει σοβαρά ζητήματα για τη βιομηχανία» εξηγεί ο Σιν.
«Χρειάζεται να καλύψει τα όποια κενά με συμβατική ενέργεια. Έτσι, είναι πολύ δύσκολο να έχει μιας διττή δομή, η οποία ταυτόχρονα θα πρέπει να είναι βιώσιμη: Από τη μία πλευρά, την πράσινη ενέργεια που είναι μεταβαλλόμενη. Από την άλλη πλευρά, τη συμβατική ενέργεια που καλύπτει τα κενά της πρώτης» σπεύδει να προσθέσει.
Και φυσικά, όλα αυτά σημαίνουν «διπλό κόστος», κάτι το οποίο δεν λειτουργεί υπέρ της βιομηχανίας.
Σύμφωνα με έρευνα της Berenberg, η Γερμανία θα μπορούσε να χάσει το 2% έως 3% της τρέχουσας παραγωγικής ικανότητας, σε περίπτωση που οι εγχώριες επιχειρήσεις μεταφέρουν ορισμένες δραστηριότητες σε χώρες του εξωτερικού, όπου το αέριο και ο ηλεκτρισμός είναι φθηνότερος, όπως για παράδειγμα οι ΗΠΑ και η Σαουδική Αραβία.
Η αβεβαιότητα γύρω από τις ενεργειακές τιμές είναι πιθανό να συμβάλει σε μια «βουτιά» του επιχειρηματικού κλίματος, προειδοποιεί ο επικεφαλής οικονομολόγος της Berenberg, Χόλγκερ Σμίτινγκ.
Την ίδια στιγμή, ακόμη πιο ανησυχητικό είναι το γεγονός ότι υπάρχουν αυξανόμενα σημάδια, τα οποία δείχνουν ότι οι πολίτες απομπλέκονται από τη διαδικασία μετάβασης προς μια πιο βιώσιμη Ευρώπη, καθώς καλούνται να επωμιστούν ένα υψηλό κόστος.
Ο Σιν, μάλιστα, θεωρεί ότι αυτή η εξέλιξη θα παράξει και πολιτικά αποτελέσματα. «Ο πληθυσμός κινείται προς τα δεξιά» τονίζει, παραπέμποντας στην αυξανόμενη δημοτικότητα του ακροδεξιού κόμματος «Εναλλακτική για τη Γερμανία».
Διαβάστε ακόμη
H Goldman Sachs ξεκινά απολύσεις υπαλλήλων με χαμηλές επιδόσεις
Ρεάλ Μαδρίτης: Το φουτουριστικό σκηνικό του Σαντιάγκο Μπερναμπέου που κόστισε 1 δισ. ευρώ (vid)
Για όλες τις υπόλοιπες ειδήσεις της επικαιρότητας μπορείτε να επισκεφτείτε το Πρώτο ΘΕΜΑ