Οι κατηγορίες εναντίον του παραιτηθέντος Καγκελάριου της Αυστρίας, Σεμπάστιαν Κουρτς, είναι πλέον γνωστές.
Υπάρχουν ενδείξεις, ακόμη όμως όχι χειροπιαστές αποδείξεις, ότι η Kαγκελαρία παρείχε στοχευμένη οικονομική στήριξη σε συγκεκριμένα μέσα ενημέρωσης, με αντάλλαγμα μία «ευνοϊκή» κάλυψη της επικαιρότητας για τον Κουρτς -κοινώς: Μια χειραγωγημένη δημοσιογραφία.
Αλλά πώς ακριβώς λειτουργούσε το σύστημα αυτό; Μία απάντηση επιχειρεί να δώσει ο πολιτικός επιστήμων και δημοσιογράφος Άντι Κάλτενμπρουνερ, μιλώντας στη Γερμανική Ραδιοφωνία (DLF).
«Τον περασμένο χρόνο, ο δημόσιος τομέας -δηλαδή όχι μόνο η κυβέρνηση, αλλά και οι δημόσιες επιχειρήσεις, για παράδειγμα- διέθεσαν συνολικά 222 εκατ. ευρώ για διαφήμιση», εξηγεί ο Αυστριακός ειδικός.
«Είναι πολλά τα χρήματα, είναι μια δαπάνη πενταπλάσια ή και δεκαπλάσια ανά κεφαλή σε σχέση με τα αντίστοιχα κονδύλια στη Γερμανία. Είναι όμως χρήματα που εξασφαλίζουν την επιβίωση για ορισμένα μέσα ενημέρωσης, όπως η free press εφημερίδα “Österreich”.
»Σε άλλες εφημερίδες η κρατική διαφήμιση αποτελεί το 20 – 40% του συνολικού τζίρου. Όταν αυτά τα χρήματα δεν χορηγούνται σε συνθήκες διαφάνειας, τότε προφανώς οδηγούν σε εξάρτηση της δημοσιογραφίας από την πολιτική εξουσία».
«Διαφθορά μέσω της διαφήμισης»
Στην Αυστρία ο Άντι Κάλτενμπρουνερ είναι από τις πιο… σεβάσμιες μορφές στον χώρο της δημοσιογραφίας: Παλαιότερα συντάκτης και αρχισυντάκτης ειδικών εκδόσεων στο περιοδικό Profil, αργότερα συνιδρυτής δημοσιογραφικής σχολής στο πανεπιστήμιο της Βιέννης, σήμερα ερευνητής σε πανεπιστημιακές σχολές, αλλά και στο Ινστιτούτο Medienhaus που διευθύνει ο ίδιος.
«Διαφθορά μέσω της διαφήμισης» (Inseratenkorruption) είναι ο όρος που χρησιμοποιεί για τα όσα αποκαλύπτονται τον τελευταίο καιρό στην Αυστρία.
«Αυτή η διαφθορά μέσω της διαφήμισης, αυτά τα deals δημοσιογραφίας και πολιτικής έχουν συνέπειες για την ίδια τη Δημοκρατία», επισημαίνει. «Χρειαζόμαστε επιτέλους αυτό που πολλοί απαιτούν εδώ και καιρό: Διαφάνεια στην οικονομική στήριξη των ΜΜΕ και της δημοσιογραφίας, διαφάνεια και στην κρατική διαφήμιση».
Διαβάστε τη συνέχεια στη DW