Από τότε που η νέα τρικομματική κυβέρνηση συνασπισμού υπό τον σοσιαλδημοκράτη Όλαφ Σολτς εξήγγειλε το μέτρο του υποχρεωτικού εμβολιασμού, αυτό είναι ένα μόνιμο θέμα προβληματισμού και αντεγκλήσεων στη Γερμανία.
Εκτός του ότι, όταν έρθει στη Βουλή το σχετικό νομοσχέδιο, οι βουλευτές μπορούν να το εγκρίνουν ή να το απορρίψουν κατά συνείδηση και όχι με βάση κάποια κομματική γραμμή, είναι από τις λίγες φορές που η νομοθετική πρόταση δεν θα προέρχεται από την κυβέρνηση, αλλά από ομάδες βουλευτών, ακόμη και διαφορετικών κομμάτων, αναλόγως των πεποιθήσεών τους και των επιχειρημάτων τους. Ακόμη και ο Γερμανός υπουργός Υγείας Καρλ Λάουτερμπαχ, αν και θιασώτης του γενικού υποχρεωτικού εμβολιασμού όπως επαναλαμβάνει σε κάθε ευκαιρία, δήλωσε ότι δεν πρόκειται να καταθέσει τη δική του νομοθετική πρόταση προβάλλοντας το επιχείρημα της “απαιτούμενης ουδετερότητας ενός υπουργού Υγείας».
Το σχέδιο νόμου πέρασε από πολλά κύματα
Στην Αυστρία ωστόσο η κατάσταση είναι πιο απλή και η κυβέρνηση συνασπισμού από Χριστιανοδημοκράτες και Πράσινους σχεδιάζει γενικό υποχρεωτικό εμβολιασμό από αρχές Φεβρουαρίου για 7,4 εκατομμύρια ενήλικες πολίτες. Και επειδή ποτέ ένα νομοσχέδιο δεν ψηφίζεται με το ίδιο περιεχόμενο όπως κατατίθεται στη Βουλή, έγιναν πολλές προσθήκες και αλλαγές, έτσι ώστε την ερχόμενη Πέμπτη, 20.01 να τεθεί σε ψηφοφορία στη Βουλή. “Όπως έχει προβλεφθεί, θα αποφασίσουμε τον υποχρεωτικό εμβολιασμό” είπε ο Αυστριακός καγκελάριος Καρλ Νεχάμερ τονίζοντας ότι το θέμα είναι πολύ ευαίσθητο και έχουν ληφθεί σοβαρά υπόψη ενδοιασμοί, αντιρρήσεις, προσθήκες στο νομοσχέδιο που κατατέθηκε τον περασμένο Δεκέμβριο στη Βουλή και έχει γίνει η σχετική προσαρμογή. Επίσης ο Νεχάμερ είπε κάτι πολύ σημαντικό, ότι σε αυτήν τη διαδικασία υπήρξε εποικοδομητική συνεργασία με κομμάτι της αντιπολίτευσης και ευχαρίστησε τους αρχηγούς του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος Αυστρίας και του φιλελεύθερου NEOS σε αντίθεση με το ακροδεξιό κόμμα FPÖ που απορρίπτει μετά βδελυγμίας το μέτρο, διοργανώνει μάλιστα και διαδηλώσεις. Τί προβλέπει όμως το τροποποιημένο νομοσχέδιο;
Σε αντίθεση με το αρχικό η υποχρέωση εμβολιασμού θα ισχύει από ηλικίας 18 χρονών και θα εφαρμοστεί σε τρεις φάσεις, όπως εξήγησαν οι υπουργοί Υγείας και Συντάγματος. Στην πρώτη κάθε νοικοκυριό θα ενημερωθεί γραπτώς και από τις 16 Μαρτίου κάθε παραβίαση θα καταγράφεται ως “αδίκημα ελέγχου”, δηλαδή η αστυνομία θα κάνει δειγματοληπτικούς ελέγχους του εμβολιαστικού καθεστώτος, όπως γίνεται πχ. στην οδική κυκλοφορία και θα καταγράφει τυχόν παραβάσεις. Σε μια δεύτερη φάση, όποιος είναι ανεμβολίαστος, καλείται να πληρώσει πρόστιμο μέχρι και 600 ευρώ. Εάν δεν πληρώσει ή ασκήσει ένσταση, τότε κινείται τακτική διαδικασία, όπως και στις παραβάσεις του Κ.Ο.Κ, η οποία μπορεί να οδηγήσει τον παραβάτη σε χρηματικό πρόστιμο μέχρι 3.600 ευρώ αναλόγως της εισοδηματικής του κατάστασης. Ένα τέτοιο πρόστιμο δεν μπορεί να επιβληθεί πάνω από 4 φορές τον χρόνο.
Προβλέπονται και εξαιρέσεις
Στην τρίτη φάση η κυβέρνηση ορίζει μια ημερομηνία, στην οποία κάθε μη εμβολιασμένος παίρνει επιστολή που του υπενθυμίζει την υποχρέωση να εμβολιαστεί. Το ποιοι είναι αυτοί προκύπτει από το ηλεκτρονικό μητρώο εμβολιασμού που η Γερμανία δεν θέλει να υιοθετήσει. Στην Αυστρία υπάρχει από το 2020 και αυτήν την περίοδο συμπληρώνεται με ονόματα πολιτών που διαμένουν στη χώρα, αλλά δεν έχουν ΑΜΚΑ. Επειδή η διαχειρίστρια εταιρεία δεν έχει ολοκληρώσει τη διαδικασία, δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί από την πρώτη φάση. Όποιος σε αυτήν την ημερομηνία παραμένει ανεμβολίαστος, συμπεριλαμβάνεται σε μια αυτοματοποιημένη διαδικασία σε εθνικό επίπεδο, που προβλέπεται από το αυστριακό δίκαιο και επιβάλλει χωρίς άλλη διαδικασία την επιβολή κυρώσεων, συνήθως χρηματικού προστίμου. Είναι σημαντικό όμως να τονιστεί ότι πριν από αυτήν τη φάση προβλέπεται αξιολόγηση από την κυβέρνηση, εάν επιδημιολογικά ο υποχρεωτικός εμβολιασμός συνεχίζει να θεωρείται απαραίτητος όπως και μια ακόμη απόφαση του κοινοβουλίου. Το σχέδιο νόμου προβλέπει και εξαιρέσεις. Πρόκειται για έγκυες και άτομα που για ιδιαίτερους λόγους υγείας, οι οποίοι αναφέρονται ρητώς, δεν μπορούν να εμβολιαστούν.
Διαβάστε περισσότερα στην Deutsche Welle