To 1980, όταν μετά την αποφοίτησή του από το Λύκειο έφευγε από τα Γιάννενα και την Ελλάδα για να ακολουθήσει τους γονείς του που είχαν μεταναστεύσει στη Γερμανία αναζητώντας ένα καλύτερο αύριο, ο Βασίλης Τριάδης πίστευε ότι δεν είχε μέλλον στην πατρώα γη. Σαράντα χρόνια μετά, ο ίδιος βάζει ένα λιθαράκι για ένα καλύτερο αύριο στον τόπο που άφησε πίσω του, πυροδοτώντας μια αλληλουχία καταστάσεων που ξαφνικά οδηγούν γερμανικές τεχνολογικές εταιρείες να επενδύουν στην Ελλάδα – και συγκεκριμένα στα Ιωάννινα!
Μόλις τον περασμένο μήνα πραγματοποιήθηκαν με πάσα επισημότητα τα εγκαίνια του Hub της γνωστής εταιρείας TeamWiewer στην πόλη, με την προοπτική να απασχολεί εντός της επόμενης τριετίας 200 μηχανικούς που θα αναπτύσσουν νέα προϊόντα. Οπως λέει στο «business stories» o κ. Τριάδης, έως τον Απρίλιο θα ακολουθήσουν άλλες δύο, μικρότερες, γερμανικές εταιρείες, η GUS που ειδικεύεται στις ERP Λύσεις και η Infoniqa.
Ο συνδετικός κρίκος για την έλευση όλων αυτών είναι ο ίδιος και η εταιρεία της οποίας ηγείται τα τελευταία 16 χρόνια, η P&I – Personal & Informatik AG. Η τελευταία είναι μια εταιρεία που ειδικεύεται στην ανάπτυξη και το service λογισμικού στο κομμάτι διαχείρισης ανθρώπινων πόρων, μισθοδοσίας κ.ο.κ., και μάλιστα εκ των κορυφαίων παικτών στις γερμανόφωνες ευρωπαϊκές χώρες. Είναι αυτός που πριν από τρία χρόνια, και καθώς η εταιρεία αναζητούσε τρόπο να επιταχύνει την ανάπτυξή της μέσω ανεύρεσης νέων ταλέντων και επέκτασης στο εξωτερικό, αποφάσισε να επενδύσει στα Γιάννενα δημιουργώντας ένα κέντρο καινοτομίας.
Αυτό που ξεκίνησε με αρκετά προβλήματα στην αρχή και 14 μηχανικούς -απόφοιτους του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων και του ΤΕΙ Αρτας- σήμερα έχει εξελιχτεί σε μια δύναμη 110 ανθρώπων, με προοπτική να φτάσουν τους 170 φέτος και τους 200 του χρόνου. «Να γίνει ένα αυτόνομο κέντρο που θα βοηθήσει στη στόχευση του μετασχηματισμού της εταιρείας μας, στην πλήρη υποστήριξη λογισμικών με βάση πάντα τις ανάγκες των πελατών μας», εξηγεί ο κ. Τριάδης στο «b.s.» σε μία εφ’ όλης της ύλης συζήτηση. Και αυτό παρά το γεγονός ότι η εταιρεία του δεν έχει πελάτες στην Ελλάδα! «Σκεφτείτε ότι είναι μια προσπάθεια με 100% εξαγωγικό προσανατολισμό», λέει.
Ποια είναι, όμως, η P&I και γιατί είναι τόσο σημαντική η κίνηση που έγινε στα Γιάννενα; «Είμαστε μία από τις σημαντικότερες και πιο γνωστές εταιρείες στην ευρωπαϊκή βιομηχανία λογισμικού που ειδικεύεται στο HR, τη μισθοδοσία και την προσέλευση εργαζομένων με έδρα το Βισμπάντεν (σ.σ.: κοντά στη Φρανκφούρτη). Είμαστε πάνω από 50 χρόνια στην αγορά και σε αυτό το διάστημα υπήρξαν μόλις δύο CEOs. Ο ιδρυτής της εταιρείας, κ. Εγκμπερτ Μπέκερ, και από το 2004 εγώ. Η εταιρεία τα πρώτα 30 χρόνια λειτουργίας της ασχολούνταν κυρίως με προγράμματα και λογισμικό μισθοδοσίας στον ιδιωτικό τομέα. Από το 1998 που ήρθα κι εγώ μετά την εξαγορά της επιχείρησης που είχα δημιουργήσει τη δεκαετία του 1980 και η οποία ασχολούνταν μόνο με το HR Management στον δημόσιο τομέα, η βεντάλια των υπηρεσιών άρχισε να ανοίγει. Φανταστείτε πως τότε η επιχείρηση, που στο μεταξύ μπήκε στο Χρηματιστήριο της Φρανκφούρτης, ήταν πολύ μικρή, με 70 υπαλλήλους και πωλήσεις που προσέγγιζαν τα 10 εκατ. ευρώ. Η χρονιά-ορόσημο ήταν το 2004, όταν η οικογένεια Μπέκερ πούλησε τη συμμετοχή της. Εκτοτε ανέλαβα τη διοίκηση και η εταιρεία άλλαξε πολλά χέρια, κυρίως funds, όπως το Permira που ήταν ο ιδιοκτήτης τα τελευταία τρία χρόνια και το HG Capital, στο οποίο πουληθήκαμε τον περασμένο Δεκέμβριο. Πάντα, όμως, με μεγαλύτερο τίμημα, που αντικατόπτριζε και την πετυχημένη πορεία μας. Σκεφτείτε ότι το αντίτιμο για την εξαγορά το 2004, όταν και έφυγαν οι ιδρυτές, ήταν 48 εκατ. ευρώ. Τον περασμένο Δεκέμβριο πουληθήκαμε για 2 δισ ευρώ!
Ως επιχείρηση είμαστε πάρα πολύ πετυχημένοι στον δημόσιο τομέα, ειδικά στη Γερμανία, και σε δημοτικό επίπεδο και σε κρατικό. Επίσης στον ιδιωτικό τομέα, όπου έχουμε data centers, κέντρα πληροφορικής κ.ο.κ. Μετράμε 470 υπαλλήλους, έχουμε παρουσία σε 13 ευρωπαϊκές χώρες και έχουμε φτάσει να αποτελούμε σήμερα τη μοναδική αξιόπιστη εναλλακτική έναντι του κολοσσού SAP».
Αυτό που περιγράφει ο κ. Τριάδης αποτυπώνεται και στη συνεχή ανοδική πορεία των οικονομικών μεγεθών μετά το 2004. Οι πωλήσεις της P&I πέρυσι ήταν 132 εκατ. ευρώ, με τα κέρδη να φτάνουν τα 63 εκατ. ευρώ! Ενα τεράστιο περιθώριο κέρδους. «Στις 31 Μαρτίου, που θα λήξει η τρέχουσα οικονομική, υπολογίζουμε ότι θα έχουμε ξεπεράσει τα 140 εκατ. σε τζίρο και 70 εκατ. ευρώ σε κέρδη», λέει ο ίδιος.
Και πώς προέκυψαν η Ελλάδα και τα Γιάννενα; Κατ’ ουσίαν η επέκταση επιβλήθηκε, καθώς η εταιρεία δεν έβρισκε καλούς μηχανικούς πληροφορικής ούτε στη Γερμανία, όπου θεωρούνται πολύ ακριβοί, αλλά ούτε και στη Σλοβακία, όπου από τα μέσα της δεκαετίας του 2000 η εταιρεία λειτουργούσε δύο κέντρα καινοτομίας, στην Μπρατισλάβα και στη Ζιλίνα. «Το 2017, όταν η εταιρεία πουλήθηκε στο fund Permira, κάναμε μια στρατηγική συζήτηση με τον νέο επενδυτή και καταλήξαμε ότι έπρεπε να κάνουμε κάτι καινούριο. Οχι μόνο να αναζητήσουμε νέους μηχανικούς, αλλά παράλληλα να μετεξελιχθούμε από την ανάπτυξη στις συνολικές υπηρεσίες λογισμικού και service. Τότε με τον Γιοργκ Ροκενχάουζερ, που είναι ο διευθύνων σύμβουλος του Permira, θέσαμε ως στόχο την επέκταση είτε στην Ισπανία, όπου είχαμε γενικά καλές εντυπώσεις αλλά και πελάτες, είτε στην Ελλάδα».
Σημειωτέον, ο κ. Ροκενχάουζερ είναι λάτρης της χώρας μας, παντρεμένος με Ελληνίδα διαθέτει ακίνητη περιουσία στην Κέρκυρα, ενώ εσχάτως έχει εναντιωθεί με δημόσιες παρεμβάσεις του στην επένδυση της NCH Capital στην Κασσιόπη λέγοντας: «Θα καταστραφεί μια περιοχή με μοναδικά περιβαλλοντικά χαρακτηριστικά».
«Για μένα ήταν ξεκάθαρο», συνεχίζει ο κ. Τριάδης, «πως εάν επιλέγαμε την Ελλάδα θα ερχόμασταν στα Γιάννενα, χωρίς βέβαια να υπάρχει κάτι το ιδιαίτερο εκεί. Απλά ήταν αποκλειστικά μια προσωπική επιλογή λόγω της καταγωγής μου. Και κάπως έτσι αποφασίστηκε και δρομολογήθηκε, παρόλο που είχε αρκετό ρίσκο». Παραδέχεται πάντως ότι καταλυτικό ρόλο σε αυτή την κατεύθυνση έπαιξε και κάποιος άλλος: «Για να πω την αμαρτία μου, δεν είχα μπει στη διαδικασία να δω με τέτοιο μάτι την Ελλάδα. Οταν, λοιπόν, τέθηκε το ζήτημα για το πού αλλού πρέπει να επενδύσουμε, η γυναίκα μου, Ελληνίδα μετανάστρια στη Γερμανία επίσης, ήταν αυτή που επέμενε να δούμε την Ελλάδα, λέγοντας ότι “υπάρχουν και μορφωμένα παιδιά και καλά πανεπιστήμια και γενικά υπάρχει πλέον μια άλλη νοοτροπία”. Οτι δηλαδή έπρεπε να ξεχάσω την εικόνα που είχα για την Ελλάδα όταν πριν από 35 χρόνια αποφάσιζα να φύγω».
Σε ό,τι αφορά το σκεπτικό της επένδυσης, που ούτως ή άλλως θα ήταν εντάσεως εργασίας και άρα σαν αρχική επένδυση θα ήταν μικρή, ήταν η δημιουργία ενός κέντρου ανάπτυξης και καινοτομίας. «Στο πλαίσιο αυτό, θέλαμε πρώτα απ’ όλα να συνεργαστούμε με τις πανεπιστημιακές σχολές, να λάβουμε γνώση για το εάν παράγουν τις τεχνικές γνώσεις που ζητάμε και τελικώς να ιδρύσουμε κάτι το οποίο θα είναι απόλυτα ανεξάρτητο», εξηγεί.
«Η αρχή έγινε με 14 υπαλλήλους, τους “ιδρυτές” όπως τους αποκαλούμε σήμερα. Η αλήθεια είναι ότι πέρασαν πολύ δύσκολα στην αρχή. Υπήρχε πολύ στρες. Από την αρχή τους είπα πως οι ίδιοι θα αποφασίσουν εάν η προσπάθεια με τις όποιες αντιξοότητες που αντιμετωπίζαμε θα σταματούσε μετά από κάνα εξάμηνο ή θα μπορούσαμε εντός μίας τριετίας να καταφέρουμε αυτό που είχαμε θέσει ως στόχο. Τρία χρόνια μετά έχουμε καταφέρει να απασχολούμε 110 υπαλλήλους σε τρία τμήματα, με προοπτική να γίνουν έως το τέλος της χρονιάς 170», προσθέτει.
«Εχουμε τους προγραμματιστές, που είναι γύρω στους 60, και σε λίγο καιρό έρχονται άλλοι 15, άρα 75 άτομα. Εχουμε το τμήμα των τεχνικών, που είναι 20. Αυτοί είναι υπεύθυνοι για την εφαρμογή και την ανάπτυξη, την καινοτομία, το R&D. Και έχουμε άλλα 25 άτομα στο Quality Insurance (σ.σ.: Πιστοποίηση Ποιότητας). Γενικά θέλουμε να δημιουργήσουμε στα Γιάννενα μια ανεξάρτητη ομάδα που θα είναι σε θέση όχι μόνο να κάνει συντήρηση στα υπάρχοντα συστήματα, αλλά θα μπορεί -από τις γνώσεις τους- να ξέρει τι σκέφτεται, τι θέλει ο πελάτης από το Quality Insurance. Επίσης, από τους τεχνικούς, τους developers, θέλουμε να είναι σε θέση να δημιουργήσουν και νέα προϊόντα, να έχουν τις τεχνικές γνώσεις και να ξέρουν τι θέλει ο πελάτης. Αυτή ήταν από την αρχή η στρατηγική μας απόφαση όταν ήρθαμε στην Ελλάδα και τα Γιάννενα».
Το γεγονός ότι υπάρχει πολύ καλό προσωπικό, σύμφωνα με τον κ. Τριάδη, είναι ένα από τα βασικά ατού της προσπάθειας της P&I στην Ελλάδα. «Είχαμε την τύχη να βρούμε πάρα πολύ καλά παιδιά. Και μετά από τρία χρόνια μπορώ να σας πω ότι στα Γιάννενα έχουμε πρώτα απ’ όλα καλούς ανθρώπους, με τη σωστή επαγγελματική ηθική. Σας το λέω ειλικρινά, ένας νέος μηχανικός στην Ελλάδα δεν έχει να ζηλέψει τίποτα από τους άλλους Ευρωπαίους – ούτε στη μόρφωση, ούτε στο τεχνικό κομμάτι, ούτε και στην επαγγελματική ηθική. Δούλεψαν με πολλή όρεξη. Τα παιδιά εκτίμησαν αυτό που κάναμε και έτσι εξελίχθηκε η προσπάθεια σε μία win-win κατάσταση».
Εξάλλου η είσοδος της P&I στην αγορά των Ιωαννίνων δεν αντιμετώπισε περισσότερα προβλήματα από όσα σε άλλες χώρες, ενώ οι τοπικές αρχές προσπάθησαν να βοηθήσουν όσο μπορούσαν. Τα προβλήματα ήταν κυρίως δύο. Πρώτον, η σπανιότητα υποδομών real estate στην πόλη των Ιωαννίνων και, δεύτερον, η χαμηλή ποιότητα των τηλεπικοινωνιακών υποδομών.
Κάπως έτσι, η P&I τελικά βρήκε στέγη σε εγκαταστάσεις του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, ενώ πριν από μερικούς μήνες απέκτησε πρόσβαση σε οπτική ίνα. «Επίσης η έλλειψη απευθείας αεροπορικής σύνδεσης είναι πρόβλημα, μια και χάνουμε μία ημέρα για να έρθουμε και μία για να επιστρέψουμε», λέει ο κ. Τριάδης. «Αν επιλυθεί κι αυτό, νομίζω ότι τα Γιάννενα θα γίνουν πολύ πιο ελκυστικά για επενδύσεις ξένων εταιρειών», συμπληρώνει.
Ο ίδιος επιδίωξε να έρθει πιο κοντά η P&I και με την τοπική κοινωνία: «Ηταν πολύ σημαντικό για εμάς να δει η τοπική κοινωνία την προοπτική που φέρναμε – και μάλιστα χωρίς να ζητάμε κάτι το ιδιαίτερο ή μία έξτρα βοήθεια. Τα πρώτα χρόνια διοργανώναμε όλες τις ενημερωτικές και εκπαιδευτικές συναντήσεις της εταιρείας στα Γιάννενα. Κατεβάζαμε όλους τους εργαζόμενους από τη Γερμανία, περίπου 400 άτομα, στα Γιάννενα για να μας αισθανθεί η πόλη».