Με τους τουριστικούς φορείς να δηλώνουν προς πάσα κατεύθυνση ότι πλέον αποτελεί μονόδρομο η αλλαγή του μοντέλου ανάπτυξης του ελληνικού τουρισμού, μετά την κατάρρευση της Thomas Cook, ένα από τα πολλά ζητήματα που θα κληθεί να διαχειριστούν οι επιχειρήσεις αλλά και γενικότερα οι προορισμοί ανά την Ελλάδα θα είναι αυτό των αεροπορικών συνδέσεων.
Αυτό είναι κι ένα πολύ μεγάλο «μέτωπο» για τον κλάδο με την κάλυψη των εκατοντάδων χιλιάδων αεροπορικών θέσεων για την επόμενη τουριστική σεζόν, από άλλες αεροπορικές μετά το «κενό» των πτήσεων της Thomas Cook, με το δεδομένο ότι οι αεροπορικές συνδέσεις επηρεάζουν τα μάλα την τουριστική κίνηση της χώρας, αφού, ως γνωστόν, το 66% των ξένων επισκεπτών στην Ελλάδα έρχεται αεροπορικώς.
Ειδικά όσον αφορά τις αεροπορικές θέσεις που αφήνει κενές ο όμιλος, με βάση τα πρώτα στοιχεία από τον πρόωρο προγραμματισμό για το 2020, πλήττονται 38 χώρες με μείον 8,6 εκατ. αεροπορικές θέσεις. Ειδικά η χώρα μας, χάνει 610 χιλιάδες αεροπορικές θέσεις έως τα τέλη του Αυγούστου του 2020 με βάση τον σημερινό- πάντα- προγραμματισμό.
Η εξίσωση για τις αεροπορικές, ειδικά προκειμένου να καλυφθεί το μεγάλο κενό από τη Μεγάλη Βρετανία δε θα είναι εύκολη, δεδομένου ότι ήδη, πρίν ακόμη το μεγάλο κανόνι της Thomas Cook Αγγλίας, είχαν τον μεγάλο «πονοκέφαλο» του Brexit, κάτι που δεν έχουν πάψει να επαναλαμβάνουν τον τελευταίο καιρό οι μεγαλύτεροι παίκτες της αγοράς όπως η Ryanair και η Easyjet.
Από πλευράς της Aegean, η οποία τα τελευταία χρόνια ακολουθεί σταθερή πολιτική, με λελογισμένη αύξηση της χωρητικότητας με προορισμούς του εξωτερικού, φαίνεται ότι υπάρχει η ευελιξία για τον προγραμματισμό του επόμενου καλοκαιριού (σ.σ. από το 2020 ο όμιλος αρχίζει την παραλαβή και των νέων αεροσκαφών νέας γενιάς της οικογένειας Airbus A320neo), ανάλογα με τις ανάγκες κάθε προορισμού. Με ενδιαφέρον αναμένονται από το Ηνωμένο Βασίλειο και οι κινήσεις της British Airways, η οποία ενώ παλιότερα είχε στο επίκεντρο της στρατηγικής της στην Ελλάδα μόνο την Αθήνα, την τελευταία διετία έχει ξεκινήσει να αναπτύσσεται και σε αεροδρόμια της περιφέρειας.
Aξίζει να σημειωθεί εδώ ότι Γερμανοί και Βρετανοί είναι, παραδοσιακά, οι δύο σημαντικότερες αγορές εισερχόμενου τουρισμού για την Ελλάδα με συνολικά κοντά στα 7,3 εκατ. τουρίστες το 2018, από τα 30,1 εκατ. (πλήν κρουαζιέρας) το 2018. Από αυτούς, η μεγάλη πλειοψηφία έρχεται μέσω της ΤUI (περί τα 3 εκατομμύρια πακέτα) ως νούμερο 1 tour operator με έδρα στη Γερμανία και η Thomas Cook ως νούμερο 2 (μέχρι την περασμένη Δευτέρα).
Μάλιστα και για το 2019 τα συνολικά νούμερα από το Ηνωμένο Βασίλειο κάνουν συνολικά τη διαφορά στις αφίξεις του επταμήνου, έστω κι αν οι Γερμανοί επισκέπτες μειώθηκαν κατά 9%, λίγο κάτω από τα 2 εκατ. επισκέπτες. Για το διάστημα Ιανουαρίου- Ιουλίου 2019, οι Βρετανοί τουρίστες στην Ελλάδα αυξήθηκαν σε διψήφιο ποσοστό, κατά 12,2% φθάνοντας το 1,75 εκατ. ταξιδιώτες, όταν η συνολική κίνηση σημείωσε οριακή άνοδο, με βάση τα επίσημα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, κατά 0,6% και διαμορφώθηκε στα 15,1 εκατ. ταξιδιώτες.
Στο θέμα των αεροπορικών συνδέσεων και των δυσκολιών αναπλήρωσης, ειδικά για την Ελλάδα, αναφέρθηκε και ο CEO της TUI κ. Sebastian Ebel, ο οποίος βρέθηκε την περασμένη Παρασκευή στην Αθήνα, σε μία κίνηση στήριξης των μεγάλων προορισμών, όπου δραστηριοποιείται ο όμιλος.
Ο κ. Ebel προτάσσει και αυτός το θέμα των αεροπορικών συνδέσεων για τη χώρα μας που έχει την ιδιαιτερότητα, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο ίδιος, της πιο δύσκολης πρόσβασης λόγω των νησιών σε σχέση π.χ. με την Τουρκία, ιδιαίτερα φέτος που «λείπουν» από την αγορά αεροπλάνα μετά και την απομάκρυνση των μοντέλων της Boeing 737Max.
«Ο στόχος για όλους τους εμπλεκόμενους θα πρέπει να εστιάσει στο να καλυφθεί το κενό που αφήνει η Thomas Cook στο 100%. Ωστόσο σε τί βαθμό θα καλυφθεί αυτό το κενό άμεσα μέσα στον Οκτώβριο- που είναι και το πιο δύσκολο- θα εξαρτηθεί από την διαθεσιμότητα των αεροπλάνων και τις συχνότητες των δρομολογίων, ενώ πιο εύκολος είναι ο προγραμματισμός για το καλοκαίρι του 2020», επεσήμανε ο κ. Ebel.